Mπορεί τα νέα ξενοδοχεία στην Αθήνα να ξεφυτρώνουν το ένα μετά το άλλο την τελευταία τριετία, οδηγώντας ορισμένους από την αγορά να αναρωτιούνται αν τελικά υπάρχει κίνδυνος «φούσκας», ωστόσο το ξενοδοχειακό δυναμικό της ελληνικής πρωτεύουσας υπολείπεται σε σύγκριση με τους προ κρίσης αριθμούς.
«Η Αθήνα έχει ακόμη δρόμο μπροστά για ανάπτυξη», δήλωσε προ ημερών προς τους αναλυτές ο πρόεδρος του ομίλου Aegean Ευτύχης Βασιλάκης και οι αριθμοί φαίνεται να τον δικαιώνουν. Αρκεί να αναφερθεί ότι πριν από μία οκταετία, εν έτει 2010, ο αριθμός των ξενοδοχειακών μονάδων στην ευρύτερη περιοχή της Αττικής και του Αργοσαρωνικού έφτανε τις 692, με συνολικό αριθμό 33.182 δωματίων και 61.950 κλινών, με βάση τα επίσημα στοιχεία του Ξενοδοχειακού Επιμελητηρίου Ελλάδος. Την ίδια στιγμή, κατά τη δύσκολη περίοδο για τον αθηναϊκό τουρισμό -από το 2008 έως το πρώτο μισό του 2013, οπότε ξεκίνησε και η συνεχιζόμενη μέχρι σήμερα ανοδική πορεία του προορισμού-, με βάση τα επίσημα στοιχεία της Ενωσης Ξενοδόχων Αθηνών, Αττικής και Αργοσαρωνικού (ΕΞΑΑΑ), είχαν κλείσει 89 μονάδες, με συνολική απώλεια 3.679 δωματίων και 6.872 κλινών, ως αποτέλεσμα τόσο της κρίσης όσο και της συνολικής απαξίωσης της Αθήνας ως προορισμού.
Σήμερα τα επίσημα στοιχεία κάνουν λόγο 647 μονάδες, 32.012 δωμάτια και 60.303 κλίνες, γεγονός που, σε συνδυασμό και με την άνοδο των διεθνών αφίξεων στο αεροδρόμιο «Ελ. Βενιζέλος», οδηγεί στο κόκκινο το ενδιαφέρον των επενδυτών για τουριστικά ακίνητα σε όλη την Αθήνα, έστω και αν οι βραχυπρόθεσμες μισθώσεις κατοικιών απορροφούν τελικά μεγάλο κομμάτι της ζήτησης, αφαιρώντας ταυτόχρονα μερίδιο από την πληρότητα των ξενοδοχείων.
«Η ζήτηση για την Αθήνα θα συνεχίσει να ανεβαίνει και τροφοδοτείται και από τις συνεχιζόμενες επενδύσεις σε νέα ξενοδοχεία αλλά και την αναβάθμιση του παραλιακού μετώπου», εκτιμά ο πρόεδρος της Aegean, η οποία έχει επενδύσει πολύ τα τελευταία χρόνια στις αυξημένες συνδέσεις και την ενίσχυση της χωρητικότητας των δρομολογίων της στο «Ελ. Βενιζέλος», συμβάλλοντας και η ίδια τελικά σε μεγάλο βαθμό στην αύξηση των αφίξεων. Αξίζει να σημειωθεί ότι η συνολική κίνηση από και προς το αεροδρόμιο της Αθήνας έχει αυξηθεί κατά 73% από το 2013 έως και το 2017, με το οκτάμηνο του 2018 να παρουσιάζει διψήφια άνοδο, κατά 11,5%, στους 16,2 εκατομμύρια επιβάτες και την κίνηση του εξωτερικού να έχει απογειωθεί στο +14,8% για την ίδια περίοδο.
«Μια σειρά σημαντικών νέων έργων που βρίσκονται σε εξέλιξη με ορίζοντα τα επόμενα χρόνια (σ.σ.: πέραν αυτών που έχουν ήδη ολοκληρωθεί), αναμένεται να συνεισφέρουν θετικά στην αναβάθμιση του τουριστικού προϊόντος. Ενδεικτικά αναφέρονται η ανάπτυξη του παράκτιου μετώπου της Αττικής, οι περαιτέρω επενδύσεις σε μεγάλες ξενοδοχειακές μονάδες, οι επενδύσεις στον ΟΛΠ και, φυσικά, η επένδυση στις εγκαταστάσεις του πρώην αερολιμένα Ελληνικού. Οι επενδύσεις αυτές σταδιακά μετασχηματίζουν το προϊόν και την ελκυστικότητα της Αθήνας και αυξάνουν το δυναμικό για την περαιτέρω προσέλκυση και άνοδο των τουριστικών ροών, ενώ παράλληλα δημιουργούν τις συνθήκες για τη μερική άμβλυνση της έντονης εποχικότητας στη ζήτηση», επισημαίνεται από τον παίκτη με το μεγαλύτερο μερίδιο στο κομμάτι των αερομεταφορών στη χώρα μας.
To νέο ξενοδοχειακό δυναμικό
Και πράγματι, εκτός από την έλευση της Four Seasons, από την άνοιξη του 2019 στον «Αστέρα» Βουλιαγμένης, έχει αρχίσει να ακούγεται όλο και περισσότερο στην ξενοδοχειακή αγορά η άφιξη ενός ακόμη ηχηρού brand, όπως αυτό της Ritz Carlton, για το παραλιακό μέτωπο της Αθήνας, πέραν φυσικά της ενίσχυσης της παρουσίας άλλων μεγάλων ξένων ομίλων, όπως η Accor, με καινούριες αφίξεις στην περιοχή του Συντάγματος το 2019, στα νότια της Αθήνας μέσα από το νέο «Ibis Style» αλλά και στον Πειραιά με το νέο «Novotel», του ομίλου της Marriott στο κέντρο της Αθήνας (σ.σ.: στην οδό Ακαδημίας και όχι μόνο όπως αναφέρουν οι πληροφορίες) αλλά και της Hilton, της Hyatt, της Hard Rock κ.ά.
Σε αυτούς θα πρέπει να προστεθούν και εγχώρια ονόματα από τον ξενοδοχειακό κλάδο αλλά και εκτός αυτού, όπως αυτά της ΛΑΜΨΑ του ομίλου Λασκαρίδη, της Grecotel του Ν. Δασκαλαντωνάκη, του ομίλου Μουσαμά, του πιο «νέου» στον κλάδο, του ομίλου Ευμορφίδη με την COCO-MAT, της εταιρείας ανάπτυξης ακινήτων Dimand με το Σαρόγλειο Μέγαρο στην Ομόνοια και λοιπών μεγάλων αλλά και μικρότερων επιχειρηματιών που είτε έχουν ήδη δρομολογήσει είτε έχουν επί χάρτου σχέδια για την επέκτασή τους στην ελληνική πρωτεύουσα. Στο παιχνίδι έχουν μπει και παραδοσιακοί ιδιοκτήτες του κέντρου της Αθήνας, ήτοι ασφαλιστικά ταμεία αλλά και ιδρύματα, όπως φάνηκε και από τις εξελίξεις των τελευταίων ημερών με τις προκηρύξεις των διαγωνισμών από τον ΕΦΚΑ για δύο νέα πεντάστερα στην οδό Σταδίου (για το πρώην «Esperia» στην οδό Ζαλοκώστα και από το Ταμείο Επαγγελματικής Ασφάλισης Επικούρησης Ασφαλιστών και Προσωπικού Ασφαλιστικών για το πρώην «Κάνιγγος 21», επί των οδών Κάνινγος 21 και Χαλκοκονδύλη 12). Επιπλέον, στην οδό Αθηνάς πρόκειται να λειτουργήσει τη θερινή σεζόν του 2019, υπό την προϋπόθεση ότι θα ολοκληρωθούν μέσα στο φθινόπωρο οι εγκρίσεις από τις αρμόδιες διευθύνσεις ακόμη μία ολοκαίνουρια πεντάστερη μονάδα από γνωστό επιχειρηματία της εστίασης του κέντρου της Αθήνας, ο οποίος μίσθωσε για τον σκοπό αυτό τα ακίνητα ιδιοκτησίας του Μπαγκείου Ιδρύματος.
Ακριβώς στην αναβάθμιση του ξενοδοχειακού δυναμικού, η οποία θα συμβάλει στο να μην υπάρξουν απότομες διακυμάνσεις στην αγορά, στέκεται ο κ. Πάνος Παλαιολόγος, επικεφαλής της Hotel Brain, της γνωστής εταιρείας ξενοδοχειακού management η οποία πρόσφατα εισήγαγε κι ένα νέο μοντέλο διαχείρισης για τους ξενοδόχους που αντιμετωπίζουν προβλήματα ρευστότητας, αναλαμβάνοντας μεσοπρόθεσμες μισθώσεις ξενοδοχείων με παράλληλη αναβάθμισή τους. «Το ξενοδοχειακό προϊόν αναβαθμίζεται συνεχώς κι αυτό δεν μπορεί παρά να είναι μια θετική εξέλιξη για την αγορά, λειτουργώντας ως ανάχωμα. Μπορεί να μη συνεχιστεί επ’ άπειρον η άνοδος, με τους ίδιους ρυθμούς που βιώνουμε σήμερα, ωστόσο δεν αναμένεται ότι θα υπάρξει και απότομη πτώση». Ο ίδιος, πάντως, επισημαίνει ότι τη δεδομένη συγκυρία οι τιμές των μισθωμάτων για ξενοδοχεία στην ελληνική πρωτεύουσα είναι ήδη υψηλές «και σε λίγα χρόνια δεν θα ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα».
Πάντως, στα θετικά της κινητικότητας που παρατηρείται ειδικά το τελευταίο διάστημα στην ξενοδοχειακή αγορά της Αθήνας, δημιουργώντας προσδοκίες συνολικά για την εικόνα του κέντρου δεν μπορεί να παραβλέψει κανείς το γεγονός ότι πλέον το επενδυτικό ενδιαφέρον και οι τελευταίες εξελίξεις έχουν μετατοπιστεί προς την περιοχή της Ομόνοιας από την ευρύτερη περιοχή του Συντάγματος, η οποία πρωταγωνίστησε την περασμένη τριετία, ωστόσο εκεί τα διαθέσιμα μεγάλα και αυτοτελή ακίνητα που προσφέρονται για καταλύματα έχουν περιοριστεί σημαντικά.
Τι δεν αρέσει στους ξένους τουρίστες
Από την άλλη πλευρά, το γεγονός ότι ο προορισμός έχει ανέβει και έχει τις δυνατότητες να ανέβει περαιτέρω στο επόμενο διάστημα δεν σημαίνει ότι έχει επιτύχει να βελτιώσει τις αδυναμίες του τα τελευταία χρόνια, σε επίπεδο τόσο υποδομών όσο και καθημερινότητας των ίδιων των πολιτών και των επισκεπτών.
Οπως προέκυψε από την τελευταία έρευνα της ΕΞΑΑΑ και της GBR Consulting «περί ικανοποίησης επισκεπτών και απόδοσης ξενοδοχείων Αττικής 2018», οι τουρίστες της Αθήνας ναι μεν φαίνεται ότι προτιμούν τον προορισμό σε σχέση με το πρόσφατο παρελθόν, αξιολογώντας την εμπειρία της επίσκεψής τους στην πόλη θετικότερα σε σύγκριση με τις προσδοκίες ωστόσο εντοπίζουν τις ίδιες αδυναμίες με το… 2010, πλην των απεργιών που ήταν τότε ψηλά στη λίστα. Εν έτει 2018 στα αρνητικά της πόλης έχουν ανέβει τα γκράφιτι.
Συνολικά, στην έρευνα που πραγματοποιήθηκε από τα τέλη Ιουνίου έως και την πρώτη εβδομάδα του Σεπτεμβρίου σε ξενοδοχεία-μέλη της ΕΞΑΑΑ, συμμετείχαν περί τους 1.500 επισκέπτες-ενοίκους ξενοδοχείων όλων των κατηγοριών, οι οποίοι βαθμολόγησαν την εμπειρία της Αθήνας με 7,9 στα 10 (το 2010 η αντίστοιχη βαθμολογία ήταν στο 7,5 στα 10), ενώ το ποσοστό των τουριστών που θα σύστηνε την Αθήνα σε άλλους φτάνει το 96%, νούμερα ενθαρρυντικά για τη συνέχεια.
Ωστόσο, στα ζητήματα που χρήζουν βελτίωσης, όπως αυτά καταγράφονται στη φετινή έρευνα, περιλαμβάνονται ο καθαρισμός της πόλης από τα γκράφιτι, η συντήρηση των πεζοδρομίων, η διαχείριση της επαιτείας, οι πινακίδες που αφορούν τα αξιοθέατα στα αγγλικά και η αναπαλαίωση των κτιρίων. Αντίστοιχα, το 2010 τα χαρακτηριστικά που έκαναν την πόλη (αρνητικά) μοναδική ήταν η μόλυνση, το κυκλοφοριακό χάος, τα ζητήματα καθαριότητας αλλά και οι απεργίες.
Πηγή: Newmoney