Οι οικονομολόγοι μπορεί να μην γνωρίζουν πολλά, ξέρουν, όμως, πως να προκαλέσουν ελλείψεις και περισσεύματα. Εάν θέλουμε έλλειψη, αρκεί η κυβέρνηση να ορίσει νομοθετικά ένα ανώτατο (maximum) όριο, που να είναι χαμηλότερο από την τιμή που θα προέκυπτε από την ελεύθερη λειτουργία της αγοράς.
Αυτό εξηγεί π.χ. την έλλειψη στέγης όταν (όπως συνέβαινε στο παρελθόν) επιβάλλεται ‘’πάγωμα’’ στα ενοίκια.
Του Κώστα Χριστίδη*
Εάν θέλουμε περίσσευμα, δεν έχουμε παρά να ορίσει νομοθετικά η κυβέρνηση ένα κατώτατο (minimum) όριο, που να υπερβαίνει την τιμή που θα προέκυπτε από την ελεύθερη λειτουργία της αγοράς.
Η παρατήρηση αυτή εξηγεί σε σημαντικό βαθμό την ύπαρξη ανεργίας, σε συνδυασμό βέβαια και με την ύπαρξη άλλων λόγων, κυριότερος των οποίων είναι η ανυπαρξία παραγωγικών επενδύσεων (ελλείψει των αναγκαίων για την πραγματοποίησή τους προϋποθέσεων.
Υπάρχει, όμως, ένας απλός τρόπος για να εξαφανισθούν οι ελλείψεις ή τα περισσεύματα οποιουδήποτε αγαθού ή υπηρεσίας: η κατάργηση όλων των ελέγχων στην τιμή του αγαθού ή της υπηρεσίας αυτής.
Οι ραγδαίες τεχνολογικές, δημογραφικές, κοινωνικές, πολιτικές αλλαγές που εκτυλίσσονται παγκοσμίως έχουν καθοριστικές επιπτώσεις και στην απασχόληση. Δεν μπορούμε πλέον να προσβλέπουμε σε μία καριέρα τριάντα ετών στην ίδια επιχείρηση.
Οι επιχειρήσεις, για να επιβιώσουν στον παγκόσμιο ανταγωνισμό, περιορίζουν τον αριθμό εκείνων που απασχολούνται σε μόνιμη βάση μέσα στην επιχείρηση (συνήθως είναι άτομα με εξειδικευμένες γνώσεις και με ιδιαίτερα προσόντα) και αυξάνουν τον αριθμό όσων απασχολούνται με σχέση προσωρινής διάρκειας ή μερικής απασχόλησης.
Αντιστοίχως, οι εργαζόμενοι μπορεί να έχουν δύο και τρεις εργασίες μερικής απασχόλησης και να αισθάνονται συνδεδεμένοι περισσότερο με κάποιο επάγγελμα παρά με έναν εργοδότη. Οι τάσεις αυτές θα αυξάνονται καθώς εισερχόμαστε στην εποχή της τέταρτης βιομηχανικής επανάστασης και την ευρύτερη χρήση μηχανών με τεχνητή νοημοσύνη (προηγμένων ρομπότ).
Η ελληνική οικονομία εξακολουθεί να εμφανίζει χαρακτηριστικά όπως: μεγάλο μέγεθος παραοικονομίας, συντριπτική πλειοψηφία μικρών οικογενειακών επιχειρήσεων, γραφειοκρατικές δυσκαμψίες στην αγορά εργασίας, ύπαρξη πολλών ‘’κλειστών’’ ή ‘’προστατευμένων’’ επαγγελματικών κλάδων, κομματοκρατούμενο συνδικαλισμό, ανεπαρκές εκπαιδευτικό σύστημα, υπερτροφικό δημόσιο τομέα με ανορθολογική διάρθρωση και έντονα φαινόμενα γραφειοκρατίας και διαφθοράς.
Μέσα σε αυτό το πλαίσιο ο κ. Τσίπρας θυμήθηκε ηχηρή εξαγγελία του στην ΔΕΘ του 2014 περί αυξήσεως (τότε) του κατώτατου μισθού σε 751 ευρώ για όλους τους εργαζόμενους. Φέτος, πληροφορούμαστε, θα εξαγγείλει, μεταξύ άλλων, δήθεν φιλεργατικών ρυθμίσεων, αύξηση του ορίου του κατώτατου (και του υπο-κατώτατου!) μισθού.
Αυτό θα έχει ως αποτέλεσμα την ένταση των φαινομένων που πάντα επιφέρουν οι αγορανομικές ρυθμίσεις: αύξηση της αδήλωτης εργασίας, στρέβλωση του ανταγωνισμού, ένταση των προβλημάτων των οριακών επιχειρήσεων, κλείσιμο πολλών εξ αυτών, αύξηση της φυγής νέων στο εξωτερικό.
Εάν οποιαδήποτε κυβέρνηση θέλει πραγματικά να καταπολεμήσει την ανεργία, δεν έχει παρά να μειώσει δραστικά τις ασφαλιστικές εισφορές των εργαζομένων (με ανάλογες περικοπές δημοσίων δαπανών).
Τα υπόλοιπα δεν είναι παρά ταχυδακτυλουργίες ιδιοτελών πολιτικών προς εντυπωσιασμό της σε μεγάλο βαθμό οικονομικώς αναλφάβητης κοινής γνώμης.
Νομικός – Οικονομολόγος *