Ανυπολόγιστες είναι οι πνευματικές, ηθικές και ψυχολογικές ζημιές που έχει υποστεί μια κοινωνία η οποία είναι έτοιμη να δεχθεί και οποιονδήποτε βιασμό θεσμών και αξιών.
Τα αίτια της οικονομικής καθιζήσεως της χώρας είναι γνωστά, ορατά και οι μόνοι που αρνούνται να δουν, να το καταλάβουν και να τα θεραπεύσουν, είναι αυτοί που πολλά χρόνια τώρα «αγωνίζονται» για μια Ελλάδα επαίτη, μίζερη και κλειστή στον εαυτόν της.
Του Αθαν. Χ. Παπανδρόπουλου
Η κλειστή Ελλάδα είναι το «όραμά» τους. Είναι αυτή που τους επιτρέπει να επιβιώνουν και να πλουτίζουν. Όλοι αυτοί λοιπόν, σήμερα έχουν κάθε λόγο να είναι εξαιρετικά αισιόδοξοι. Οι κρίσεις που οι ιδιοι προκάλεσαν,σήμερα τούς βοηθούν να νέμονται τήν εξουσία,που γι’αυτούς υπήρξε πάντα μέγα ζητούμενο.
Δυστυχώς,σ την Ελλάδα της κρίσης, τα «τζάκια της παρακμής» έχουν το πάνω χέρι και σε όλα τα επίπεδα πραγματοποιούνπραγμάτικές πνευματικές και ιδεολογικές καταστροφές. Ακόμα χειρότερα δε, οδηγούνσ τη δημιουργία μιας «απαθούς κοινωνίας», η οποία δεν έχει καμμιάν απολύτως πνευματική ανησυχία και ελάχιστα ενδιαφέρεται για τα όσα συμβαίνουν πέραν από τον μικρόκοσμό της.
Παράλληλα όμως παρατηρείται μέσα από την απάθεια και μια κατάπτωση των αξιών, η οποία όμως λέει και ο Στέλιος Ράμφος, «ανοίγει την συνείδηση στην ευτέλεια, η ευτέλεια στην αχρειότητα, ενώ η αχρειότητα την εξοικειώνει με κάθε είδους βρωμισιά». Μέσα σ’ αυτό το βαρύ κλίμα, δεν μπορεί παρά να συμφωνήσει κανείς με τον Νίκο Βατόπουλο, όταν γράφει στην «Καθημερινή»:
«…Αν δει κανείς αυτές τις δύο, εξαιρετικά δυσοίωνες, παραμέτρους, θα διαπιστώσει, με τη σειρά, δύο επιπλέον φαινόμενα. Πρώτον, ότι η απαθής κοινωνία εξοικειώνεται με το χειρότερο και το δέχεται ως φυσιολογικό και, δεύτερον, ότι η γενικευμένη ηθική, αισθητική και θεσμική ευτέλεια οδηγεί στην άμβλυνση κριτηρίων, με αποτέλεσμα να υπάρχει σύγχυση ακόμη και για τι συνιστά κοινώς αποδεκτή αξία. Ακόμη και η αξία της ανθρώπινης ζωής τείνει να εξετάζεται “υπό όρους” ιδεολογικής αφετηρίας και με κριτήρια σκληρού κυνισμού.
Πέραν όλων αυτών, η καθημερινή “ατζέντα” στην Ελλάδα είναι -με διεθνή στάνταρ- εκτός τόπου και χρόνου. Ζητήματα που απασχολούν τη δημόσια συζήτηση (όπως το πανεπιστημιακό άσυλο, η ίδρυση ιδιωτικών ΑΕΙ, η πρόσβαση στον δημόσιο χώρο, η σχέση κράτους – πολίτη) είναι θέματα που έχουν προ ετών επιλυθεί σε όλον τον προηγμένο κόσμο.
Από την άλλη, σύγχρονα διεθνή θέματα, όπως οι μετακινήσεις πληθυσμών, τα κοινωνικά ρήγματα, η διεκδίκηση ταυτότητας μέσα σε “έναν κόσμο που καταρρέει”, γίνονται αντιληπτά με κραυγές και σλόγκαν εντείνοντας αισθήματα διχόνοιας και ηθικής παρακμής….».
Μια ηθική παρακμή η οποία αφαιρεί από το κοινωνικό σώμα «οικονομικό δυναμισμό». Και αυτό είναι ένα εξόχως σοβαρό πρόβλημα. Διότι ο οικονομικός δυναμισμός είναι αυτός που επιτρέπει στις κοινωνίες να καινοτομούν και κυρίως να δημιουργούν θεσμούς ευνοϊκούς στην οικονομική και κοινωνική ανάπτυξη.
Αυτή η τελευταία, το μέτρο που χαρακτηρίζεται από νεωτερικότητα, επιτρέπει, κατά τον Τζων Ρωλς, την οικοδόμηση μιας οικονομίας και μπορεί να προσφέρει αμοιβαία οφέλη στους πολίτες της. Επομένως, λέει ο νομπελίστας – οικονομολόγος ΈντμουντΦελπς, «…όπως μια ζωή που επιδιώκει το ύψιστο αγαθό, ή όφελος, ονομάζεται από τον Αριστοτέλη η “καλή ζωή”, μια οικονομία που δίνει τη δυνατότητα στους ανθρώπους να επιδιώξουν αμοιβαία το ύψιστο αγαθό μπορεί να ονομαστεί καλή οικονομία. Μια οικονομία είναι καλή αν και μόνο αν επιτρέπει και προωθεί την καλή ζωή.
Εκεί όπου η προσωπική ακμαιότητα είναι μια διαδεδομένη αντίληψη για την καλή ζωή, η οικονομία, για να είναι καλή, πρέπει να εξυπηρετεί την έντονη επιθυμία των ανθρώπων να χρησιμοποιήσουν τη φαντασία τους και να δημιουργήσουν το καινούργιο, την αναζήτησή τους να “αναλάβουν δράση για τον κόσμο”, σύμφωνα με την εικόνα του Χέγκελ, επομένως να επιδιώξει να καινοτομήσει, και την επιθυμία τους να είναι οι πρωτοπόροι σε μια καινούργια πρακτική…».
Δυστυχώς η σημερινή Ελλάδα απέχει πολύ από μια παρόμοια κατάσταση. Προφανώς δε αυτό συμβαίνει για συγκεκριμένους ιστορικούς λόγους, που συνεχώς αναπαράγονται στην Ελλάδα από το 1821 και μετά. Γιατί όμως είναι το καίριο ερώτημα;
«…Οι σύγχρονες οικονομίες που προέκυψαν κατά τον 19ο αιώνα ήταν μια εκπληκτική επιτυχία τόσο σε υλικές όσο και σε μη υλικές διαστάσεις: πνευματική συμμετοχή και προσωπική εξέλιξη καθώς και διαρκή οικονομική ανάπτυξη και μια ενσωματωμένη τάση προς τη συμπερί¬ληψη. Αυτή η επιτυχία βασίστηκε στην άνοδο μιας νέας δύναμης: του οικονομικού δυναμισμού.
Και αυτό που πυροδότησε αυτόν τον δυναμισμό ήταν μια νέα οικο¬νομική κουλτούρα. Τα απαραίτητα συστατικά της ήταν η αντιπροσωπευτική δη¬μοκρατία και μια πολιτισμική επανάσταση που προέρχονται από τον ανθρωπισμό της Αναγέννησης, τη ζωτικότητα του Μπαρόκ και τον μοντερνισμό του Διαφωτι¬σμού. …», αναφέρει ο Εντ. Φίλπς. Καταγράφει ήτοι μια ιστορική πραγματικότητα, η οποία στην μετεπαναστατική Ελλάδα ποτέ δεν μπόρεσε να ευδοκιμήσει.