Η ομοσπονδιακή κεντρική τράπεζα των ΗΠΑ έκλεισε μια–δίχως προηγούμενο–συμφωνία με την Goldman Sachs και με την Morgan Stanley πριν από τους πρόσφατους ελέγχους αντοχής που τους επέτρεψε να μην «αποτύχουν» σε αυτούς, σύμφωνα με ένα δημοσίευμα.
Την Παρασκευή 22α Ιουνίου η Fed ανακοίνωσε ότι οι 34 από τις 35 μεγαλύτερες τράπεζες της χώρας διαθέτουν επαρκείς σχεδιασμούς για την ανακεφαλαιοποίησή τους και άρα μπορούν να επιβιώσουν σε περίπτωση που ξεσπάσει νέα χρηματοοικονομική κρίση. Για τις τρεις από τις 34 αυτές τράπεζες, όμως, το διοικητικό συμβούλιο της αμερικανικής ομοσπονδιακής κεντρικής τράπεζας γνωστοποίησε ότι «δεν ενίσταται υπό όρους» στα σχέδιά τους. Ανάμεσα σε αυτές τις τρεις είναι η Γκόλντμαν Σαξ και η Μόργκαν Στάνλεϊ, αναφέρει το protothema.
Την 21η Ιουνίου, στελέχη του εποπτικού φορέα τόνισαν σε τηλεφωνικές συνδιαλέξεις τους με ιθύνοντες των δύο τραπεζών ότι, για να περάσουν «πλήρως» τους ελέγχους αντοχής, οι τράπεζες έπρεπε να μειώσουν στο μισό τα συνολικά 16 δισεκατομμύρια δολάρια που προόριζαν να διανείμουν ως μερίσματα στους μετόχους τους, αποκάλυψε η εφημερίδα The Wall Street Journal τη Δευτέρα, επικαλούμενη πρόσωπα ενήμερα για τις συζητήσεις αυτές. Αλλά, στο πλαίσιο μιας συμφωνίας χωρίς ιστορικό προηγούμενο, η Federal Reserve επέτρεψε στις τράπεζες να διανείμουν μερίσματα ύψους 13 δισεκ. δολαρίων, με συνέπεια να περάσουν μεν αλλά με την επισήμανση ότι «δεν ενίσταται υπό όρους» στα σχέδιά τους για την ανακεφαλαιοποίησή τους.
Στις τράπεζες επετράπη ουσιαστικά να δώσουν μερίσματα 5 δισεκατομμυρίων δολαρίων πάνω από αυτό που θα μπορούσαν, ενώ ταυτόχρονα απέφυγαν τον κίνδυνο να τρωθεί η εικόνα τους εάν δεν περνούσαν «καθαρά» τους ελέγχους αντοχής, σύμφωνα με το δημοσίευμα της Γουόλ Στριτ Τζέρναλ.
Η συμφωνία ενισχύει τις κινήσεις για την αύξηση της κερδοφορίας των τραπεζών, κάτι που δυνητικά θα μπορούσε να οδηγήσει στην αύξηση των απολαβών και των επιδομάτων των διευθυνόντων συμβούλων τους, συνεχίζει η εφημερίδα.
Το συγκεκριμένο «deal» είναι το πρώτο του είδους στα 8 χρόνια των ελέγχων αντοχής, σύμφωνα με την Τζέρναλ, και μπορεί να σημάνει τη δημιουργία ενός νέου περιβάλλοντος ως προς τους εποπτικούς φορείς, πολύ πιο φιλικού έναντι των εταιρειών του χρηματοοικονομικού τομέα, κάτι που περίμεναν πολλοί στη Γουόλ Στριτ από την κυβέρνηση του αμερικανού προέδρου Ντόναλντ Τραμπ.
Η αμερικανική θυγατρική της Deutsche Bank (DB) ήταν η μοναδική τράπεζα που δεν κατάφερε να περάσει τους ελέγχους αντοχής. Η Φεντ ανέφερε ότι απέρριψε το σχέδιο της Ντόιτσε Μπανκ διότι διαπίστωσε «αδυναμίες» στις διαδικασίες προβλέψεων και σχεδιασμού.