Η Διάσκεψη για την Ασφάλεια (Munich Security Conference), που πραγματοποιήθηκε στο Μόναχο στη Γερμανία από 14 έως 16 Φεβρουαρίου 2020, ήταν αποκαλυπτική της ανασφάλειας, η οποία χαρακτηρίζει την γεωπολιτική δυναμική και ταυτοχρόνως των μεγάλων αδυναμιών της Ευρωπαϊκής Ένωσης σε σχέση με την παρουσία και τον ρόλο της σε πλανητικό επίπεδο.
Του Χρίστου Αλεξόπουλου
Ο διευθυντής της Διάσκεψης για την Ασφάλεια Wolfgang Ischinger προειδοποίησε για την «ασυνήθιστα σοβαρή» κατάσταση στο παγκόσμιο πεδίο. Λαμβάνοντας υπόψη την πολύ επικίνδυνη κατάσταση σε διεθνές επίπεδο επεσήμανε, ότι είναι σημαντικό να αναπτύσσεται διάλογος στο πολιτικό πεδίο και να μην γίνονται στρατιωτικές συγκρούσεις. Παράλληλα θα ήταν λειτουργική η μεγαλύτερη εμπλοκή και παρουσία του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών σε επικίνδυνες περιοχές.
Βέβαια εκείνο, που δεν είπε, είναι η αναποτελεσματικότητα του ΟΗΕ, εάν στο πλαίσιο αυτού του οργανισμού δεν λειτουργεί η λογική της πλανητικών διαστάσεων δικαιοσύνης με στόχο την έκφραση και πραγμάτωση λειτουργικών ισορροπιών ως προς την βιωσιμότητα της ειρήνης και την βίωση της ευημερίας από όλα τα μέλη της παγκόσμιας κοινότητας.
Ο τρόπος λειτουργίας του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών ουσιαστικά διευκολύνει και υπηρετεί εκείνα τα μέλη του, που συναλλάσσονται από «θέση ισχύος» είτε στον οικονομικό είτε στον στρατιωτικό και στον πολιτικό τομέα. Γι? αυτό και οι διευθετήσεις, που γίνονται, δεν έχουν μακροπρόθεσμη ισχύ ή δεν επιλύουν τα προβλήματα με δίκαιο και λειτουργικό τρόπο για όλες τις εμπλεκόμενες πλευρές.
Αυτή την πραγματικότητα αποτύπωσε στην εναρκτήρια ομιλία του στην Διάσκεψη για την Ασφάλεια ο Πρόεδρος της Γερμανίας Frank-Walter Steinmeier, ο οποίος είπε, ότι σύμφωνα με τον πρόεδρο των Ηνωμένων Πολιτειών Αμερικής Donald Trump «κάθε χώρα θα πρέπει να θέτει τα δικά της συμφέροντα πάνω από τα συμφέροντα των άλλων».
Σχετικά με την Ρωσία επεσήμανε, ότι «χωρίς να λαμβάνει υπόψη της το Διεθνές Δίκαιο προσάρτησε την Κριμαία», ενώ η Κίνα το λαμβάνει υπόψη της μόνο στις περιπτώσεις, που την συμφέρει (π.χ. η καταπάτηση των δικαιωμάτων των μειονοτήτων, όπως οι Ουϊγούροι).
Σε σχέση με την Ευρωπαϊκή Ένωση ο πρόεδρος της Γερμανίας τόνισε, ότι «η Ευρώπη πρέπει να δώσει την δική της απάντηση στις μεγάλες αλλαγές ως προς την δύναμη και τις σφαίρες επιρροής καθώς και την ανάγκη διαμόρφωσης νέων κέντρων βάρους στο πολιτικό και στο στρατιωτικό πεδίο».
Σε σχέση με τον ευρωπαϊκό ρόλο στο παγκόσμιο σύστημα ασφαλείας η προσέγγιση της Γαλλίας, όπως την εξέφρασε ο Πρόεδρος της Emmanuel Macron, επικεντρώνεται στην ανάγκη περισσότερης ευρωπαϊκής αυτονομίας σε θέματα άμυνας, στην επεξεργασία και στον σχεδιασμό νέας στρατηγικής και στην αξιοποίηση των «πλεονεκτημάτων» της πυρηνικής αποτροπής, χωρίς αυτά να σημαίνουν αμφισβήτηση του ΝΑΤΟ (Βέβαια ο Γενικός Γραμματέας του ΝΑΤΟ Jens Stoltenberg διαφωνεί με αυτή την οπτική).
Παράλληλα επεσήμανε, ότι δεν εμπιστεύεται την πολιτική του Κρεμλίνου, ενώ επενδύει στον Γαλλογερμανικό άξονα στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης και διαπιστώνει «κρίση των ευρωπαϊκών δημοκρατιών και της ευρωπαϊκής μεσαίας τάξης».
Τέλος η εικόνα ολοκληρώνεται με την τοποθέτηση του υπουργού Εξωτερικών της Γερμανίας Heiko Maas, ότι «η εποχή του απανταχού παρόντα παγκόσμιου Aμερικανού χωροφύλακα τελειώνει» και ότι οι Ευρωπαίοι για πολύ καιρό έκλειναν τα μάτια μπροστά σε αυτή την ανεπιθύμητη πραγματικότητα και όσα συνεπάγεται για τους Ευρωπαίους.
Πληρούνται όμως οι προϋποθέσεις για την λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης ως ενιαίου μορφώματος στο γεωπολιτικό πεδίο, με συνοχή τόσο στο πολιτικό όσο και στο κοινωνικό επίπεδο;
Η απάντηση σε αυτό το ερώτημα είναι αρνητική. Κατ’ αρχήν το ΝΑΤΟ, στο οποίο στήριζε και στηρίζει την άμυνα της η Ευρώπη, είναι χωρίς συνοχή στο πολιτικό πεδίο με προεκτάσεις και στο στρατιωτικό. Η επιβεβαίωση έρχεται από την στάση του πιο ισχυρού μέλους του ΝΑΤΟ των Ηνωμένων Πολιτειών Αμερικής, οι οποίες έχουν αναθεωρήσει την στάση τους απέναντι στους ευρωπαίους εταίρους. Για τον Αμερικανό Πρόεδρο ισχύει America first.
Όμως και τα ευρωπαϊκά κράτη κινούνται στο ίδιο μήκος κύματος. Δεν έχουν υπερβεί την λογική του εθνικισμού και την νομιμοποίηση του πολιτικού συστήματος σε εθνικό επίπεδο. Τα «ευρωπαϊκά σύνορα» ισχύουν μόνο στο θεωρητικό πεδίο. Στην πράξη κάθε κράτος-μέλος πρέπει μόνο του να είναι σε θέση να διαφυλάξει την εθνική του ακεραιότητα.
Το ίδιο ισχύει και για την αντιμετώπιση των παγκόσμιας εμβέλειας προβλημάτων, όπως είναι οι μαζικές μετακινήσεις πληθυσμών, το οποίο κάθε κράτος-μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης το χειρίζεται με βάση το λεγόμενο εθνικό συμφέρον.
Οι προϋποθέσεις δεν πληρούνται όμως και σε άλλους επίσης σημαντικούς τομείς. Δεν υπάρχει ευρωπαϊκών διαστάσεων κοινωνική συνοχή, ώστε να ευαισθητοποιούνται οι επιμέρους ευρωπαϊκές κοινωνίες για την ανάγκη συμμετοχής τους στην αντιμετώπιση προβλημάτων, τα οποία σε πρώτη φάση δεν τις εγγίζουν, π.χ. ανάληψη της ευθύνης ενσωμάτωσης των προσφύγων αναλογικά σε όλες τις χώρες της Ε.Ε.
Επίσης, δεν καλλιεργείται η ευρωπαϊκή συνείδηση στους πολίτες των ευρωπαϊκών κοινωνιών, ώστε να διευκολύνεται η οικοδόμηση ευρωπαϊκών διαστάσεων κοινωνικής συνοχής.
Τέλος δεν υπάρχει μακροπρόθεσμη ευρωπαϊκή εξωτερική πολιτική, η οποία εκφράζει το συμφέρον του συνόλου των κρατών-μελών. Το πρόβλημα αυτό αποκτά πολύ μεγάλες διαστάσεις και λόγω της πολύ αργής διαχείρισης του χρόνου στο πλαίσιο των διαφόρων οργάνων της Ε.Ε., από τις συνόδους κορυφής των κυβερνητικών ηγεσιών μέχρι τις γραφειοκρατικές δομές των Βρυξελλών.
Ακόμη η δυναμική της εξέλιξης διαφέρει από χώρα σε χώρα τόσο ως προς την ταχύτητα της όσο και ως προς το περιεχόμενο της. Το πολιτικό σύστημα δεν έχει επεξεργασθεί μέχρι τώρα ένα ευρωπαϊκών διαστάσεων ολοκληρωμένο σχέδιο για την αντιμετώπιση και διαχείριση των συνεχώς μεταβαλλόμενων δεδομένων της σύγχρονης πραγματικότητας.
Αυτές οι συνθήκες συνεπάγονται υψηλό βαθμό διακινδύνευσης και δυσκολία στην πολιτική διαχείριση της σύνθετης πραγματικότητας και στην επεξεργασία και διαμόρφωση ενός άλλου μοντέλου γεωπολιτικής λειτουργίας, το οποίο προωθεί την ειρήνη και την βιωσιμότητα με ευημερία του συνόλου των κοινωνιών, που συνθέτουν την παγκόσμια κοινότητα, χωρίς τους εξοπλισμούς, πυρηνικούς ή μη.
Η ανθρωπότητα απειλείται από την κλιματική αλλαγή, που η ίδια προκάλεσε και χρειάζεται ριζική αναθεώρηση των προτεραιοτήτων στον σχεδιασμό και στην διαχείριση της ασφάλειας της. Η Ευρώπη θα μπορούσε να ηγηθεί της προσπάθειας για αυτή την αλλαγή. Πρέπει όμως να διαμορφώσει πρώτα τις κατάλληλες συνθήκες, ώστε να πληρούνται οι προϋποθέσεις για την επίτευξη αυτού του στόχου.