Η ανεξέλεγκτη συσσώρευση χρεών δημιουργεί μεγάλη αβεβαιότητα για το μέλλον, αφού η διαρκής και επίμονη αύξηση των χρεών νοικοκυριών και επιχειρήσεων, έχουν διογκωθεί σε βαθμό που οι αναλυτές φοβούνται ότι κάποια στιγμή θα συμπαρασύρουν ολόκληρη την ελληνική οικονομία, επισημαίνει σε ανακοίνωσή της η Ελληνική Συνομοσπονδία Εμπορίου και Επιχειρηματικότητας.
Οπως επισημαίνει η ΕΣΕΕ, οι ληξιπρόθεσμες οφειλές προς την εφορία, τα ασφαλιστικά Ταμεία, τις τράπεζες και τις ΔΕΚΟ ήδη ξεπερνούν κατά 130% το ΑΕΠ της χώρας, καθώς αυτά ξεπερνούν πλέον τα 230 δισ. ευρώ, όταν το ΑΕΠ βρίσκεται στα 176 δισ. ευρώ. Η δυναμική μάλιστα του ληξιπρόθεσμου χρέους των ιδιωτών είναι τέτοια, που θα μπορούσε πολύ γρήγορα να φτάσει ακόμα και το ύψος του δημοσίου χρέους που σήμερα υπολογίζεται στα 328 δισ. ευρώ.
Εάν μέσα σε όλα αυτά μπορούσαν να υπολογιστούν και τα μη εξυπηρετούμενα χρέη των ιδιωτών προς ιδιώτες, τότε η ελληνική οικονομία φαντάζει μια τεράστια «φούσκα» που πλέον κινείται με αέρα, καθώς στις κάθε μορφής συναλλαγές που γίνονται, απλά ο ένας μεταθέτει τις οφειλές στις πλάτες των άλλων, με τις ακάλυπτες επιταγές στα 600 εκ. ευρώ το 9μηνο, με ανοικτές πιστώσεις σε προμηθευτές και οφειλές για ενοίκια και μισθοδοσία.
Τα υπόλοιπα κομμάτια που συμπληρώνουν το ζοφερό παζλ της ελληνικής πραγματικότητας είναι η υποχώρηση των εξαγωγών και των εισαγωγών, ο περιορισμός της ιδιωτικής κατανάλωσης λόγω των φορολογικών επιβαρύνσεων. Αποτέλεσμα είναι οι επιχειρήσεις να στραγγαλίζονται και ή να βάζουν λουκέτο ή να «μεταναστεύουν» σε πιο πρόσφορα φορολογικά περιβάλλοντα γειτονικών χωρών, ώστε να επιβιώσουν.
Όπως σημειώνεται χαρακτηριστικά στην έκθεση του Γραφείου Προϋπολογισμού της Βουλής, στο υφεσιακό αυτό περιβάλλον, η περαιτέρω αύξηση στις συνολικές νέες ληξιπρόθεσμες οφειλές προς το Δημόσιο στο εννεάμηνο Ιανουάριος – Σεπτέμβριος 2016 αναδεικνύει την εξάντληση της φοροδοτικής ικανότητας των πολιτών, δημιουργώντας ταυτόχρονα εύλογες αμφιβολίες για την αποτελεσματικότητα των νέων μέτρων.
Συγκεκριμένα, το Σεπτέμβριο του 2016 οι ληξιπρόθεσμες οφειλές ανήλθαν σωρευτικά σε 10,34 δισ. ευρώ, από 8,986 δισ. ευρώ τον Αύγουστο και 7,618 δισ. ευρώ τον Ιούλιο. Στο τέλος του πρώτου εξαμήνου του έτους ανέρχονταν σε 6,807 δισ. ευρώ, ενώ κατά μέσο όρο το εννεάμηνο Ιανουάριος – Σεπτέμβριος 2016 αυξάνονταν κατά 1,15 δισ. ευρώ ανά μήνα. Το ποσοστό είσπραξης έναντι αυτών των οφειλών αυξήθηκε σταδιακά, από το 13,1% στο τέλος Ιουνίου, στο 15,4% στο τέλος Σεπτεμβρίου.
Επιπλέον, οι παλιές ληξιπρόθεσμες οφειλές προς το Δημόσιο ανέρχονταν σωρευτικά το Σεπτέμβριο σε 82,418 δισ. ευρώ, ενώ οι εισπράξεις έναντι αυτού του χρέους αυξήθηκαν στο τέλος Σεπτεμβρίου στα 2 δισ. ευρώ, από 1,48 δισ. ευρώ στο τέλος του πρώτου εξαμήνου του 2016. Ως εκ τούτου, το ιδιωτικό χρέος (προς τράπεζες, εφορία, ασφαλιστικά ταμεία, ΔΕΚΟ κ.λπ.) πιθανώς να λειτουργήσει αποσταθεροποιητικά, αν δεν αντιμετωπιστεί έγκαιρα και αποτελεσματικά. Βάσει των στοιχείων της Γενικής Γραμματείας Δημοσίων Εσόδων, στο τέλος Σεπτεμβρίου του 2016 συνολικά 4.374.475 φορολογούμενοι έχουν ληξιπρόθεσμες οφειλές προς το Δημόσιο. Ο αριθμός τους έχει αυξηθεί κατά 343.565 σε σχέση με τον Αύγουστο του 2016 και κατά 371.103 σε σχέση με το τέλος του πρώτου εξαμήνου του 2016.
Μάλιστα, υπό αναγκαστικά μέτρα είσπραξης βρίσκονται ήδη 788.947 φορολογούμενοι, αυξημένοι κατά 14.626 σε σχέση με τον Αύγουστο του 2016 και κατά 33.141 σε σχέση με το τέλος του πρώτου εξαμήνου του 2016.
Κάνοντας την αναγωγή, ένας στους δύο χρωστά στην Εφορία, ένας στους πέντε είναι έκθετος ανά πάσα ώρα και στιγμή σε κατασχέσεις και γενικά σε αναγκαστικά μέτρα είσπραξης, ενώ περίπου ένας στους δέκα έχει ήδη υποστεί αναγκαστικά μέτρα είσπραξης.
Στην ανάλυση αυτή έρχονται να προστεθούν και τα στοιχεία του Ινστιτούτου της ΕΣΕΕ για την αγορά που δείχνουν ότι:
– Τα λουκέτα κυρίως σε περιοχές χαμηλού εισοδήματος αυξάνονται, ενώ στις υπόλοιπες εμπορικές περιοχές καταγράφεται στασιμότητα στο 28%.
– Η ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας υποχωρεί χρόνο με το χρόνο. Η Ελλάδα κατατάσσεται πλέον 86η μεταξύ 138 χωρών, σημειώνοντας μάλιστα υποχώρηση 5 θέσεων στην κατάταξη. Οι πιο προβληματικοί παράγοντες για τις επιχειρήσεις, σύμφωνα με την έρευνα, είναι η αστάθεια των εφαρμοζόμενων πολιτικών, οι φορολογικοί συντελεστές και η πρόσβαση στη χρηματοδότηση.
– Η σημερινή κατάσταση των ασφαλιστικών ταμείων δημιουργεί προβληματισμούς για τη βιωσιμότητά τους. Μόνο στον ΟΑΕΕ το σύνολο των παλαιών και νέων ληξιπρόθεσμων οφειλών ανέρχεται πλέον στα 12 δισ. ευρώ.
– Το ελληνικό Δημόσιο οφείλει στον ιδιωτικό τομέα σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία 9,5 δισ. ευρώ.
– Το Προσχέδιο Κρατικού Προϋπολογισμού 2017 προβλέπει οριακή μείωση δαπανών κατά 78,8 εκατ. και εκτεταμένη αύξηση εσόδων ή νέων φόρων κατά 2,513 δισ. ευρώ.
Πιο αναλυτικά, τα «κόκκινα» δάνεια προς τις τράπεζες αγγίζουν πλέον τα 110 δισ. ευρώ. Τα ληξιπρόθεσμα χρέη προς το Δημόσιο έφτασαν τα 93 δισ. ευρώ. Οι συνολικές απλήρωτες εισφορές στα Ταμεία ξεπερνούν τα 25 δισ. ευρώ. Στη ΔΕΗ οι καταναλωτές χρωστούν 3 δισ. ευρώ με περισσότερους από 510.000 πελάτες της να έχουν διακανονίσει τις οφειλές τους, ύψους 1,335 δισ. ευρώ, από τα συνολικά 3 δισ. ευρώ των ληξιπρόθεσμων οφειλών, ενώ δόθηκε παράταση για υπαγωγή στη ρύθμιση των 36 δόσεων έως τις 30 Δεκεμβρίου. Σε ανάλογη παράταση προχώρησε και η ΕΥΔΑΠ που διεκδικεί να εισπράξει μέρος 320 εκ. ευρώ απλήρωτων λογαριασμών.
Όλα τα παραπάνω στοιχεία δείχνουν πως οι διαστάσεις του προβλήματος, σύμφωνα με τους αναλυτές του γραφείου της Βουλής, είναι τέτοιες που το ιδιωτικό χρέος στην Ελλάδα έχει ξεπεράσει το 70% του ύψους του δημοσίου χρέους. Το συνολικό ύψος του ιδιωτικού και δημόσιου χρέους που υπολογίζεται στα 558 δις ευρώ, δεν δημιουργεί καμιά προσδοκία για επιστροφή στην ανάπτυξη ούτε και το 2017, σε αντίθεση με τις εκτιμήσεις της κυβέρνησης, αλλά και της Κομισιόν που κάνουν λόγο για ανάπτυξη 2,7% το επόμενο έτος. Ωστόσο, οι αναλυτές διεθνών επενδυτικών τραπεζών, εκτιμούν συρρίκνωση της οικονομίας 0,3% το 2016, ενώ για το 2017 αναιμική ανάπτυξη μεταξύ 0,5% και 0,7%.
Στο ελληνικό εμπόριο το κλίμα επιδεινώνεται, με τις πωλήσεις να μειώνονται συνεχώς και να τον δείκτη αποθεμάτων να κινείται επικίνδυνα πτωτικά στο -34%, απομακρύνοντας τις όποιες προσδοκίες για σταθεροποίηση της αγοράς.