Τα τελευταία χρόνια, οι παραγωγοί που ανήκουν στον Οργανισμό Πετρελαιοπαραγωγών Κρατών (ΟΠΕΚ), είχαν μικτές επιτυχίες στο να κερδίσουν το “παιχνίδι” του καθορισμού των τιμών του πετρελαίου. Για να έχουν μεγαλύτερες πιθανότητες να αποκτήσουν σταθερό έλεγχο, θα πρέπει να συνεργαστούν πολύ καλύτερα και, το σημαντικότερο, θα πρέπει να το πράξουν με έναν πολύ πιο ευρύ και πιο θεσμοθετημένο τρόπο. Διαφορετικά, διακινδυνεύουν να διαπιστώσουν ότι η καθησυχαστική επίδραση ενός καλού Ιουλίου για την πετρελαϊκή αγορά, συμπεριλαμβανομένης της αύξησης των τιμών κατά 9%, θα μπορούσε να δώσει τη θέση της στις συνεχιζόμενες πιέσεις από τους μη παραδοσιακούς προμηθευτές, κυρίως σχιστολιθικού πετρελαίου, οι οποίοι επωφελούνται από τις καινοτομίες που μειώνουν το κόστος, αναφέρει το ependisinews.
Για να κερδίσουν το παιχνίδι του καθορισμού των τιμών, οι παραγωγοί πετρελαίου πρέπει να αντιμετωπίσουν δύο συνδεόμενα ζητήματα: Πρέπει να διατηρήσουν τις τιμές σε συγκριτικά υψηλά επίπεδα χωρίς να χάσουν περισσότερο μερίδιο αγοράς από τους μη παραδοσιακούς παράγωγους και πρέπει να διατηρήσουν την ενότητά τους εν μέσω γεωπολιτικών εντάσεων και ανισοτήτων στις εγχώριες οικονομίες τους.
Ο πιο εύκολος τρόπος για να επιτευχθεί αυτό – απουσία ενός μεγάλου εξωγενούς σοκ στην παραγωγή πετρελαίου – είναι μέσω μίας μεγάλης αύξησης στη ζήτηση ενέργειας. Όμως αυτό είναι απίθανο να συμβεί σύντομα. Η εναλλακτική είναι η καλύτερη διαχείρισης της προσφοράς. Σε αυτό το πεδίο, τα μέλη του ΟΠΕΚ ουσιαστικά έχουν στη διάθεσή τους τρεις διαφορετικές προσεγγίσεις και κάθε μία συνοδεύεται από προκλήσεις στην εφαρμογή της.
Η πρώτη είναι να προσπαθήσουν να εδραιώσουν και να ηγηθούν σε έναν ευρύ συνασπισμό που θα περιλαμβάνει και μη μέλη του ΟΠΕΚ και προϋποθέτει κάποιο είδος συμφωνίας με τους μη παραδοσιακούς προμηθευτές. Αυτή είναι η καλύτερη ευκαιρία που έχει ο ΟΠΕΚ για να αντιστρέψει μία διαδικασία μετάβασης που έχει ξεκινήσει πριν από πολλές δεκαετίες, από ένα καρτέλ των πολλών όταν πρόκειται για το μερίδιο της παραγωγής ενέργειας, σε ένα καρτέλ των λίγων.
Όμως η καλύτερη προσέγγιση για τον ΟΠΕΚ δεν είναι απλώς η λιγότερο πιθανή: μπορεί να μην επιχειρηθεί ποτέ, με δεδομένο ότι οι μη παραδοσιακοί παραγωγοί έχουν μία τόσο θεμελιωδώς διαφορετική δομή. Είναι πολύ πιο διασκορπισμένοι και εξαιρετικά αποκεντρωμένοι και έχουν λίγη εμπειρία στην αυτοργάνωση. Επίσης, πολλοί εξ αυτών βρίσκονται στις ΗΠΑ, όπου το νομικό πλαίσιο είναι ιδιαίτερα αντίθετο σε μία κρατική προσέγγιση της παραγωγής πετρελαίου.
Η δεύτερη προσέγγιση είναι να προσπαθήσει ο ΟΠΕΚ να ενισχύσει την πρόσφατη ευθυγράμμισή του με τους παραγωγούς εκτός του καρτέλ, επιδιώκοντας αυστηρότερους περιορισμούς στην παραγωγή και ισχυρότερους μηχανισμούς επαλήθευσης και συμμόρφωσης, προσθέτοντας ως κίνητρο την δημιουργία ενός ταμείου σταθεροποίησης το οποίο θα βοηθήσει τους πιο πιεσμένους παραγωγούς να αντεπεξέλθουν στις πολλαπλές κρίσεις ρευστότητας. Μία τέτοια ενιαία προσέγγιση θα προσφέρει στους παραγωγούς πετρελαίου μεγαλύτερη βραχυπρόθεσμη επιρροή στις τιμές του πετρελαίου.
Και πάλι, η εφαρμογή δεν είναι καθόλου απλή, καθώς απαιτεί μεγαλύτερο επίπεδο συνεργασίας μεταξύ μίας ομάδας που περιλαμβάνει ολοένα και πιο παγερούς γεωπολιτικούς αντιπάλους. Επιπλέον, μεγάλο μέρος του βάρους της χρηματοδότησης θα πρέπει να πέσει στους ώμους τον παραγωγών χαμηλού κόστους με επικεφαλής τη Σαουδική Αραβία και θα περιλαμβάνει μία σειρά από αλληλο-επιδοτήσεις που πιθανόν να είναι πολύ πιο μόνιμου χαρακτήρα από ό,τι θα επιθυμούσαν – και οφείλουν – να δεσμευθούν.
Η τρίτη προσέγγιση είναι ο ΟΠΕΚ να προσπαθήσει σθεναρά να διαταράξει τα σημερινά επίπεδα παραγωγής των μη παραδοσιακών προμηθευτών και ταυτόχρονα να εμποδίσει τη ροή κεφαλαίων για την κάλυψη των επενδυτικών τους αναγκών. Επιτρέποντας την πτώση των τιμών του πετρελαίου και την διατήρησή τους σε χαμηλό επίπεδο για μεγάλο χρονικό διάστημα, η προσέγγιση αυτή θα “ροκανίσει” τόσο τα λειτουργικά τους κέρδη όσο και τα επενδυτικά τους κεφάλαιά, με ένα τρόπο που θα καθιστούσε δύσκολη και πολύ πιο αβέβαιη την ανάκαμψη γι αυτούς τους προμηθευτές. Κάτι τέτοιο θα αποτελούσε μία επανάληψη των προσπαθειών που ξεκίνησαν τον Νοέμβριο του 2014, αλλά με μεγαλύτερη διάρκεια και σε πιο δομική βάση.
Σε αυτό το σενάριο και χωρίς ουσιαστική ανάκαμψη της ζήτησης, τα μέλη του ΟΠΕΚ θα πρέπει να είναι πρόθυμα και σε θέση να ζήσουν με πολύ χαμηλότερες τιμές πετρελαίου. Θα πρέπει να πείσουν τους πολίτες τους ότι τα μακροπρόθεσμα οφέλη αξίζουν ώστε να υποστούν τις βραχυπρόθεσμες επώδυνες συνέπειες. Και για να διατηρηθεί το επίπεδο ενότητας που απαιτείται ώστε να πραγματοποιηθούν οι ενδεχόμενες μεσοπρόθεσμες διορθώσεις, θα πρέπει να δημιουργηθεί ένα ακόμη μεγαλύτερο ταμείο σταθεροποίησης από αυτό που απαιτείται στην δεύτερη προσέγγιση.
Και πάλι, ούτε η τρίτη πρόκειται για μία προσέγγιση που ο ΟΠΕΚ θα υιοθετήσει εύκολα. Ωστόσο τα μέλη του θα μπορούσαν να διακινδυνεύσουν να ολισθήσουν σε μία άτακτη εκδοχή της, αν δεν τηρηθεί η τρέχουσα συμφωνία με τους παραγωγούς εκτός ΟΠΕΚ.
Αυτή η σύντομη έρευνα για τις πιο πιθανές προσεγγίσεις που έχει στη διάθεσή του ο ΟΠΕΚ, βασίζεται σε μεγάλο βαθμό στη θεωρία των παιγνίων. Έχοντας υποστεί μία σταδιακή και επίμονη διάβρωση της κυριαρχίας τους στην αγορά πετρελαίου, τα μέλη του ΟΠΕΚ ωθούνται να παίξουν ένα μεγαλύτερο συνεργατικό παιχνίδι που περιλαμβάνει όλους τους ευρύτερους συνασπισμούς για να εξασφαλιστεί η ομαλή επιρροή στις τιμές του πετρελαίου. Αυτό εξηγεί την εντατικοποίηση των επαφών με μη μέλη του ΟΠΕΚ. Και εξηγεί το γιατί η αρχική συμφωνία που επιτεύχθηκε ήδη χρειάζεται αναθεώρηση.
Επίσης η έρευνα υποδηλώνει ότι τουλάχιστον για την ώρα, η πιο πιθανή έκβαση είναι αυτή στην οποία ο ΟΠΕΚ θα επιδιώξει να επηρεάσει μία σειρά από περιορισμένου εύρους κύκλους συναλλαγών που θα περιστρέφονται γύρω από μία μακροπρόθεσμη φθίνουσα τάση. Οι περίοδοι ανάκαμψης των τιμών – εντός εύρους – όπως αυτή του Ιουλίου, θα πρέπει να ενθαρρύνουν αντί να αποτρέπουν τα κράτη μέλη, να εφαρμόσουν θεμελιώδεις αλλαγές εγχώρια, οι οποίες θα τα καταστήσουν πιο ανθεκτικά σε ένα απ’ ότι φαίνεται δύσκολο μέλλον.