Σε οικονομική και κοινωνική ισοπέδωση έχει οδηγηθεί η χώρα καθώς, σύμφωνα με τα Έρευνα της ΕΛΣΤΑΤ για την Κοινωνική Ανισότητα, το 2018 -και για πρώτη φορά στα χρονικά- εκτινάχθηκε σε διψήφιο ποσοστό (10%) το μερίδιο το φτωχότερου πληθυσμού της χώρας.
Η έρευνα αποτελεί τη βασική πηγή αναφοράς των συγκριτικών στατιστικών για την κατανομή του εισοδήματος και τον κοινωνικό αποκλεισμό, αναφέρει το newmoney.
Σύμφωνα με την έρευνα της ΕΛΣΤΑΤ:
Το 10% του διαθέσιμου εισοδήματος στη χώρα μας ανήκε στο χαμηλότερο στρώμα εισοδήματος (1ο φτωχότερο τεταρτημόριο). Η συγκεκριμένη ομάδα ποτέ μετά το 2015 δεν είχε φτάσει σε διψήφιο ποσοστό. Ο «πλουσιότερος φτωχός» της ομάδας αυτής ζούσε πέρυσι με 5.373 ευρώ. Τέσσερα χρόνια νωρίτερα, ο πλουσιότερος εξ αυτών ζούσε με 4.988 ευρώ (ακραία τιμή και όχι μέσος όρος), αφού πρώτα όμως έπεσε χαμηλότερα στα 4.930 ευρώ στη διετία 2015-2016. Η αύξηση από το 2017 και μετά προήλθε πιθανότατα από την επιδοματική πολιτική της κυβέρνησης (Κοινωνικό Εισόδημα Αλληλεγγύης, έκτακτες παροχές κλπ) αλλά και από την δραματική καταβαράθρωση που υπέστησαν οι μεσαίες και ανώτερες εισοδηματικά τάξεις, οι οποίες περιορίστηκαν σημαντικά στα χρόνια αυτά, μεταφέροντας προς τα κάτω ένα μέρος του πλούτου ή του εισοδήματος το οποίο διέθεταν πριν και διατήρησαν μετά την πτώση τους.
Το ίδιο ισχύει και για τους μικρομεσαίους (2ο χαμηλότερο από τα 4 τεταρτημόρια εισοδήματος) , το ποσοστό των οποίων στην Ελληνική Κοινωνία καταγράφει επίσης νέο ιστορικό ρεκόρ (18,2%).Με εξαίρεση το 2009 και το 2017 που άγγιξε το 18%, ποτέ από το 2005 ήταν πάντοτε χαμηλότερο ως ποσοστό. Και σε αυτήν την περίπτωση, μετά από 4 χρόνια το εισόδημά του πλουσιότερου της ομάδας αυτής, αυξήθηκε κατά περίπου 180 ευρώ (7.863 από 7.680 ευρώ το 2014), αφού πρώτα έπεσε χαμηλότερα στην τριετία 2015-2017 (μεταξύ 7.520 – 7.600 ευρώ)
Αθροιστικά και οι δύο φτωχότερες ομάδες του πληθυσμού, συγκέντρωναν το 28,2% των εισοδημάτων. Πρόκειται επίσης για «ρεκόρ» συσσώρευσης χρήματος στις κατώτατες εισοδηματικές τάξεις. Πρέπει να σημειωθεί πάντως ότι η σύνθεση ων «στρωμάτων» αυτών (τεταρτημόρια) αλλάζει και δεν είναι τα ίδια πρόσωπα, ανάλογα με την εξέλιξη του εισοδήματός τους.
Από τα χαμηλότερα ποσοστά καταγράφει το 3ο υψηλότερο τεταρτημόριο εισοδήματος (που ξεπερνά το 50% του συνόλου) το οποίο θεωρητικά αποτελεί και τη μεσαία τάξη. Η «τάξη» αυτή συμπιέστηκε και επέστρεψε στο 25,8% όπως το 2014, που είναι το χαμηλότερο μερίδιο που κατέγραψε από το ξέσπασμα της κρίσεως το 2010. Και σε αυτήν την κατηγορία, μετά τις απώλειες που είχαν στην 3ετία 2015-2017, ο «πλουσιότερος μεσαίος» έφτασε ξανά στα 11.200 ευρώ, ξεπερνώντας για πρώτη τα 11.000 ευρώ που είχε το 2014.
Οι μετακινήσεις εισοδήματος δείχνουν ότι για πρώτη φορά μειώθηκε κάτω από 46% και το μερίδιο του πιο πλούσιου τμήματος της κοινωνίας (45,9% το 2018).
Σύμφωνα με την ανακοίνωση της ΕΛΣΤΑΤ:
Τα στοιχεία της κατανομής του εισοδήματος σε τεταρτημόρια εκφράζουν το ποσοστό του συνολικού εθνικού εισοδήματος που κατέχει κάθε ένα από τέσσερα (ίσα) τμήματα του πληθυσμού.
Συγκεκριμένα, εάν κατατάξουμε τα άτομα του πληθυσμού σε αύξουσα σειρά με βάση το εισόδημά τους (από το μικρότερο στο μεγαλύτερο) και στη συνέχεια χωρίσουμε τον πληθυσμό σε τέσσερα ίσα μέρη (με βάση το συνολικό αριθμό των ατόμων), προκύπτουν τα εξής:
– το 25% του πληθυσμού στο 1ο τεταρτημόριο, με το χαμηλότερο εισόδημα, κατέχει το 10,0% του συνολικού εθνικού διαθέσιμου εισοδήματος, ποσοστό αυξημένο κατά 0,7 ποσοστιαίες μονάδες σε σχέση με το 2017.
– το 25% του πληθυσμού στο 4ο τεταρτημόριο, με το υψηλότερο εισόδημα, κατέχει το 45,9% του συνολικού εθνικού διαθέσιμου εισοδήματος, ποσοστό μειωμένο κατά 0,7 ποσοστιαίες μονάδες σε σχέση με το 2017 (Πίνακας 2).
– το 50% του πληθυσμού στο 2ο και 3ο τεταρτημόριο, με μεσαία εισοδήματα, κατέχουν το 44,0% του εθνικού διαθέσιμου εισοδήματος, ποσοστό μειωμένο κατά 0,1 ποσοστιαίες μονάδες σε σχέση με το 2017 (Πίνακας 2).
– το υψηλότερο ατομικό ετήσιο εισόδημα για το 1ο τεταρτημόριο ανέρχεται σε 5.373 ευρώ
(Πίνακας 2).
– το χαμηλότερο ατομικό ετήσιο εισόδημα για το 4ο τεταρτημόριο ανέρχεται σε 11.200 ευρώ.
Μόνο με επιδόματα
Με βάση τα στοιχεία άλλης Έρευνας (Εισοδήματος και Συνθηκών Διαβίωσης των Νοικοκυριών) που ανακοίνωσε σήμερα η ΕΛΣΤΑΤ, ο πληθυσμός που βρίσκεται σε κίνδυνο φτώχειας ή κοινωνικό αποκλεισμό ανήλθε το 2018 στο 31,8% ή 3.348.500 άτομα, εμφανίζοντας μείωση κατά 3 ποσοστιαίες μονάδες σε σχέση με το 2017 όπου αντιστοιχούσαν 3.701.800 άτομα ή 34,8%.
Ωστόσο η βελτίωση αυτή επιτυγχάνεται μόνον με τα επιδόματα ή άλλες κρατικές παροχές –στις οποίες η ΕΛΣΤΑΤ συνυπολογίζει και τις συντάξεις. Χωρίς αυτές, το 50% θα ζούσε στα όρια της φτώχειας.
Σύμφωνα με την ΕΛΣΤΑΤ:
– Ο κίνδυνος φτώχειας ή κοινωνικός αποκλεισμός είναι υψηλότερος στην περίπτωση των ατόμων ηλικίας 18-64 ετών (35,0%).
– Ο πληθυσμός ηλικίας 18-64 ετών που βρίσκεται σε κίνδυνο φτώχειας ή κοινωνικό αποκλεισμό εκτιμάται ότι το 33,0% είναι Έλληνες και το 56,5% είναι αλλοδαποί που διαμένουν στην Ελλάδα.
– Από τους αλλοδαπούς που διαμένουν στην Ελλάδα, ηλικίας 18-64 ετών και βρίσκονται σε κίνδυνο φτώχειας ή κοινωνικό αποκλεισμό, το 55,1% γεννήθηκαν σε άλλη χώρα, ενώ το 32,1% είναι αλλοδαποί που γεννήθηκαν και διαμένουν στην Ελλάδα.
– Το ποσοστό του πληθυσμού που βρίσκεται σε κίνδυνο φτώχειας αλλά διαβιεί σε νοικοκυριά χωρίς υλική στέρηση και χωρίς χαμηλή ένταση εργασίας ανέρχεται σε 8,5%.
– Το ποσοστό του πληθυσμού που ενώ δε βρίσκεται σε κίνδυνο φτώχειας διαβιεί σε νοικοκυριά με υλική στέρηση αλλά χωρίς χαμηλή ένταση εργασίας ανέρχεται σε 8,3%.
– Το ποσοστό του πληθυσμού που δε βρίσκεται σε κίνδυνο φτώχειας και διαβιεί σε νοικοκυριά χωρίς υλική στέρηση αλλά με χαμηλή ένταση εργασίας ανέρχεται σε 4,0%.
– Το 18,5% του πληθυσμού βρίσκεται σε κίνδυνο φτώχειας (μετά τις κοινωνικές μεταβιβάσεις), το 16,7% σε υλική στέρηση και το 16,3% του πληθυσμού ηλικίας 0-59 ετών διαβιεί σε νοικοκυριά με χαμηλή ένταση εργασίας.
Με βάση τα στοιχεία αυτά, μόνον η Βουλγαρία και η Ρουμανία ξεπερνούν την Ελλάδα σε κίνδυνο φτώχειας. Ο σχετικός πίνακας δείχνει ότι σχεδόν σε όλες τις χώρες της ΕΕ (για τις οποίες υπάρχουν διαθέσιμα συγκριτικά στοιχεία) παρατηρείται μείωση του πληθυσμού σε κίνδυνο φτώχειας, μετά την έξαρση που γνώρισε παντού στην πενταετία 2010-2014 λόγω της κρίσης. Αλλα στις φτωχότερες εξ αυτών, μειώθηκε ταχύτερα και περισσότερο ο πληθυσμό που κινδυνεύει.
Μεθοδολογία μέτρησης της φτώχειας:
Η γραμμή φτώχειας (το κατώφλι της φτώχειας) υπολογίζεται με τη σχετική έννοια (φτωχός σε σχέση με τους άλλους) και ορίζεται στο 60% του διάμεσου ισοδύναμου συνολικού διαθέσιμου εισοδήματος του νοικοκυριού, με βάση την τροποποιημένη κλίμακα ισοδυναμίας του ΟΟΣΑ, διαφοροποιούμενη από την έννοια του κινδύνου της απόλυτης φτώχειας (ο φτωχός που στερείται βασικών μέσων επιβίωσης). Για τον υπολογισμό του συνολικού ισοδύναμου διαθέσιμου εισοδήματος του νοικοκυριού λαμβάνεται υπόψη το συνολικό καθαρό εισόδημα, δηλαδή το εισόδημα που προκύπτει μετά την αφαίρεση των φόρων και των εισφορών για κοινωνική ασφάλιση, που λαμβάνεται από όλα τα μέλη του νοικοκυριού.
Συγκεκριμένα, οι εισοδηματικές συνιστώσες που περιλαμβάνονται στην έρευνα είναι:
- Το εισόδημα από εργασία
- Το εισόδημα από περιουσία
- Οι κοινωνικές παροχές και οι συντάξεις
- Οι χρηματικές μεταβιβάσεις από άλλα νοικοκυριά
- Το τεκμαρτό εισόδημα από τη χρήση του αυτοκινήτου της επιχείρησης
Εισοδηματικές συνιστώσες, όπως το τεκμαρτό ενοίκιο από ιδιοκατοίκηση, οι έμμεσες κοινωνικές μεταβιβάσεις, τα εισοδήματα σε είδος και οι τόκοι από δάνεια, είναι δυνατόν να επηρεάσουν σημαντικά τα αποτελέσματα. Τα εισοδήματα αυτά καταγράφονται από το έτος 2007, αλλά δεν συμπεριλαμβάνονται στον υπολογισμό του διαθέσιμου εισοδήματος.