Στο ερώτημα αυτό δεν ξέρω αν πρέπει κανείς να σκάσει στα γέλια ή να αρχίσει να θυμώνει για το άτοπον του πράγματος, οταν βλέπει τους τραμπούκους της Ρόδου και λοιπούς νονους των εργαζομένων να εξευτελίζουν κάθε εννοια συλλογικής παρουσίας.
Γνωρίζετε ποια είναι η μεγαλύτερη συνδικαλιστική αναταραχή, αν όχι εξέγερση, που συνέβη ποτέ στην Δυτική Ευρώπη τα πενήντα τελευταία χρόνια του 20ου αιώνα; Μην κάνετε τον κόπο να ψάξετε στο Διαδίκτυο και να χάσετε χρόνο.
Tου Αθαν. Χ. Παπανδρόπουλου
Ο μεγαλύτερος συνδικαλιστικός ξεσηκωμός και η σκληρότερη γενική απεργία –διάρκειας 42 ημερών– έγινε στο Βέλγιο, από την 15η Δεκεμβρίου 1960 έως την 27η Ιανουαρίου 1961.
Στην διάρκεια της απεργίας αυτής η χώρα είχε κυριολεκτικά παραλύσει και δεν ήσαν λίγοι στην τότε Ευρώπη των Έξι που έκαναν λόγο για «προεπαναστατική περίοδο». Αφορμή για την απεργία ήσαν τα μέτρα λιτότητας που είχε λάβει η τότε κεντροδεξιά βελγική κυβέρνηση μετά την απώλεια του βελγικού Κονγκό στις αρχές του 1960.
Φοιτητής εκείνα τα χρόνια στο γαλλόφωνο Βέλγιο, έζησα την απεργία αυτή σε όλες της τις διαστάσεις, για έναν απλό λόγο. Το φοιτητικό μου δωμάτιο ήταν στο ιδιο ακίνητο όπου στεγάζονταν τα γραφεία της Βελγικής Συνομοσπονδίας Συνδικάτων στην πόλη Μονς –τότε άτυπη πρωτεύουσα της γαλλόφωνης Βαλλωνίας.
Αυτή η τύχη μού επέτρεψε, πρώτον, να έχω ηλεκτρικό, όταν το υπόλοιπο Βέλγιο ήταν βυθισμένο στο σκοτάδι και, δεύτερον, να γνωρίσω κορυφαίους Ευρωπαίους συνδικαλιστές που με μύησαν και στην έννοια του συνδικαλισμού, σε συνδυασμό με τις δομές και τις πρακτικές του.
Από τον Βέλγο Αντρέ Ρενάρ το 1961, στις δεκαετίες που ακολούθησαν, ως δημοσιογράφος πλέον, γνώρισα τον Ισπανό Φερνάντο Κλαουντίν, τον Γάλλο Εντμόν Μαιρ, τους Ιταλούς Πιέτρο Ινγκράο και Σέρτζιο Κοφεράτι, τον Άγγλο Τζων Μονκ, τον επίσης Ιταλό Εμίλιο Καμπάλιο και τον Γερμανό Πήτερ Σέρερ.
Με όλους αυτούς τους συνδικαλιστές, που ήσαν επικεφαλής εθνικών και ευρωπαϊκών συνδικαλιστικών οργανώσεων, είχα την ευκαιρία να συζητήσω αρκετές ώρες και συνεντεύξεις τους δημοσιεύτηκαν κατά καιρούς στον «Οικονομικό Ταχυδρόμο» και στην «Ναυτεμπορική».
Πέρα, όμως από αυτές τις εμπειρίες, πολύτιμη γνώση άντλησα καιαπο τις σχέσεις μου με το πολωνικό συνδικάτο «Αλληλεγγύη».
Ήμουν στην Πολωνία όταν ιδρύθηκε και δύσκολα θα ξεχάσω την γνωριμία και την σχέση μου με τον πρωτεργάτη αυτής της πρωτοβουλίας Γιατσέκ Κουρόν –τον συνδικαλιστή που πίστευε ότι «οι εργάτες πρέπει να ανατρέψουν αυτούς που εξευτελίζουν την εργατική τάξη στο όνομά της».
Ο Άνταμ Μίχνικ και ο Ζέρζυ Μιλέφσκι,καλοί φίλοι εκτοτε, ήσαν και αυτοί τότε,μαζί με τον Λέχ Βαλέσα, από τους πρωτοπόρους του αγώνα της «Αλληλεγγύης» για δημοκρατία και αξιοπρέπεια και οι συζητήσεις μαζί τους δύσκολα ξεχνιούνται.
Το ίδιο ισχύει και για τον Κριστόφ Πομιάν, τον μαρξίζοντα ιδεολόγο της «Αλληλεγγύης», που ύστερα από πολύωρη συζήτηση που είχαμε, μού ανέλυσε με ποιον τρόπο ο μαρξισμός έγινε ο καλύτερος σύμμαχος του κομμουνισμού στην προσπάθειά τους να υποτάξουν τις κοινωνίες της Κεντρικής Ευρώπης στην απάνθρωπη εξουσία τους.
Γιατί αυτή η εισαγωγή, θα αναρωτιέται ο αναγνώστης. Απλώς, για να τού πω ότι τα όσα ακολουθούν δεν είναι θεωρητικές κατασκευές, αλλά η καταγραφή μιας πραγματικότητας όπως την βίωσε ένας δημοσιογράφος-παρατηρητής, που στο επάγγελμά του δεν δέχεται κάποιοι να τού πουλάνε «φύκια για μεταξωτές κορδέλλες».
Ο συνδικαλισμός είναι μία πολύ σοβαρή υπόθεση για τον σχηματισμό, την οργάνωση και την δημοκρατική λειτουργία μιας αναπτυγμένης κοινωνίας, η οποία δεν μπορεί παρά να είναι το αποτέλεσμα οικονομικής μεγέθυνσης και ανάπτυξης που στηρίζεται στην παραγωγή. Με άλλα λόγια, η ιστορία του συνδικαλισμού στην γενέτειρά του, την Ευρώπη, είναι άρρηκτά συνδεδεμένη με την Βιομηχανική Επανάσταση και τις δραματικές κοινωνικές, δημογραφικές και παραγωγικές ανατροπές που αυτή επέφερε.
Ταυτοχρόνως, όμως, η Βιομηχανική Επανάσταση ανέτρεψε και την έννοια της αξίας «εργασία», γεγονός με τεράστια σημασία το οποίο και διαμόρφωσε έναν πρωτόγνωρο στην ιστορία του ανθρώπου πολιτισμό της εργασίας.Εναν πολιτισμό που σήμερα ανατρέπεται και αυτός με τη σειρά του απο την ψηφιακή επέλαση, η οποία στην ουσία ειίναι η 4η βιομηχανικη επανασταση
Λίγη ιστορία
Ένα από τα κύρια χαρακτηριστικά του 19ου αιώνα στη Ευρώπη είναι η εκκόλαψη μιας ευρείας βιομηχανικής τάξης, στην οποία εντάσσονται όλο και μεγαλύτερα κομμάτια του πληθυσμού. Έτσι, την δεκαετία του 1870 στην Αγγλία το 50% του ενεργού πληθυσμού εργάζεται στην βιομηχανία, ενώ στην Γερμανία και στην Γαλλία τα αντίστοιχα ποσοστά είναι 40% και 30% περίπου. Επίσης, την ίδια περίοδο αναπτύσσονται στην Ευρώπη μεγάλες βιομηχανικές ζώνες, κυρίως γύρω από λεκάνες που παράγουν άνθρακα. Τέτοιες ζώνες είναι η Αλσατία-Λωραίνη στην Γαλλία, η περιοχή του Ρουρ στην Γερμανία και το μεγαλύτερο μέρος του Ηνωμένου Βασιλείου, από τα Midlands έως τα Lowlands.
Με αφετηρία έτσι την Γαλλία, η προϊούσα ανάπτυξη μιας εργατικής τάξης δημιουργεί και τις προϋποθέσεις να αναπτυχθεί και ο συνδικαλισμός, βασικό αίτημα του οποίου, στα πρώτα βήματά του, είναι η καλύτερη ζωή –και όχι η κοινωνική αλλαγή μέσω της κατά Κ.Μαρξ ταξικής πάλης. Υπό την πίεση λοιπόν των πρώτων συνδικαλιστικών οργανώσεων, στην Γαλλία του 1868 ο Ναπολέων Β’ δημιουργεί τα πρώτα ασφαλιστικά ταμεία και ορφανοτροφεία.
Το 1874 δημιουργείται η Επιθεώρηση Εργασίας και το 1884 αναγνωρίζονται επισήμως τα εργατικά σωματεία και το δικαίωμά τους στην απεργία –δικαίωμα το οποίο ήταν ήδη αναγνωρισμένο στο Ηνωμένο Βασίλειο από το 1824, ενώ το 1875 δια νόμου περιορίζονται οι ώρες εργασίας και ενώπιον της δικαιοσύνης εργοδότες και εργάτες έχουν τα ίδια δικαιώματα. Στην Γερμανία τα χρόνια αυτά ο Μπίσμαρκ ρίχνει τις βάσεις για μία διευρυμένη κοινωνική νομοθεσία και θεμελιώνει τα Ταμεία Βοήθειας (1875) και Ασθένειας (1883).
Βέβαια, σε αυτά τα γόνιμα για τον συνδικαλισμό χρόνια η πολιτική δεν παραμένει αμέτοχη στο κοινωνικό γίγνεσθαι. Ισχυρά ιδεολογικά και πολιτικά ρεύματα μπαίνουν στον συνδικαλιστικό χώρο, όπου για μία περίοδο κυριαρχούν οι ιδέες των Καρλ Μαρξ, Πιερ-Ζοζέφ Προυντόν, Ζακ Σορέλ, Έντβαρτ Μπερτ. Αργότερα, θέσεις για τον συνδικαλισμό αναπτύσσουν και οι Λένιν και Αντ.Γκράμσι, με τον τελευταίο να θεωρείται και ο θεωρητικός του ιταλικού εργατικού κινήματος.
Για τον Λένιν (1870-1924), που ήταν ένας πραγματικός «επαγγελματίας της επανάστασης», η εμφάνιση των συνδικάτων ήταν νομοτελειακά αποτέλεσμα της ανάπτυξης του καπιταλισμού. Πλην όμως, για να ανατρέψει τον τελευταίο και να οικοδομήσει τον σοσιαλισμό, το προλεταριάτο έπρεπε –υπό την καθοδήγηση και την βοήθεια του Κομμουνιστικού Κόμματος– να αποφύγει το πνεύμα της ρουτίνας και να εμποτισθεί από την σοσιαλιστική ιδεολογία.
Στην ουσία, δηλαδή, ο Λένιν θεωρούσε το προλεταριάτο ως απλό εργαλείο στην προσπάθεια για την κατάληψη της εξουσίας και τίποτα περισσότερο. Αυτό, εξάλλου, οι μπολσεβίκοι το απέδειξαν στην περίπτωση της εξέγερσης των ναυτών στην Κρονστάνδη, όταν οι τελευταίοι ζήτησαν από την λενινιστική εξουσία να εφαρμόσει τις επαγγελίες της.Τους εξόντωσαν μεχρι ενός
Από την σκοπιά του, ούτε ο Αντόνιο Γκράμσι είχε μεγάλη εκτίμηση στα συνδικάτα, σε σχέση με το Κόμμα που έπρεπε να τα καθοδηγεί. Για τον Γκράμσι, το Κόμμα είναι «η ανώτερη ιεραρχία του ακαταμάχητου κινήματος των μαζών».
Το Κόμμα-Ηγεμόνας ασκεί την πιο αποτελεσματική δικτατορία, «την Δικτατορία που γεννά το κύρος του, που πηγάζει από την συνειδητή και αυθόρμητη αποδοχή μιας εξουσίας που θεωρείται αναγκαία για την επιτυχή έκβαση του τολμηρού του έργου». Κεντρικός πυρήνας ολόκληρης της θεωρίας του Γκράμσι είναι ότι η ταξική πάλη δεν μπορεί να έχει άλλον στόχο για την εργατική τάξη από το να κατακτήσει την πολιτική εξουσία (το κράτος).
Γι αυτόν, όπως και για τους κλασσικούς του μαρξισμού, μόνον η δικτατορία της εργατικής τάξης μπορεί να καταργήσει το καθεστώς της καπιταλιστικής παραγωγής, την ατομική ιδιοκτησία στα μέσα παραγωγής, επειδή μόνον έτσι μπορεί να καταργηθεί η εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο. Σαν μηχανισμούς θεσμούς με τους οποίους πραγματοποιείται η επαναστατική αυτή διαδικασία θεωρούσε το συνδικάτο, το εργοστασιακό συμβούλιο και, κατ’ εξοχήν, το κόμμα.
Σήμερα, όλες οι παραπάνω θεωρίες είναι ξεπερασμένες και το ίδιο ισχύει –στην Δύση, τουλάχιστον– για τον συνδικαλισμό. Ο τελευταίος, αφού πέτυχε, χάρη στην αποτελεσματικότητα του καπιταλισμού, να δημιουργήσει στην Ευρώπη τα γνωστά «κράτη ευημερίας και κοινωνικής προστασίας», σήμερα βρίσκεται μπροστά σε μία βαθειά κρίση ταυτότητας.
Ο ελληνικός συνδικαλισμός
Σε σχέση με την αναπτυγμένη βιομηχανικά Ευρώπη, ο συνδικαλισμός στην Ελλάδα ποτέ δεν γνώρισε μαζική ανάπτυξη και τούτο διότι η ελληνική κοινωνία ήταν για μακρά περίοδο έντονα αγροτική και είχε πάντα την τάση να διατηρεί στους κόλπους της υψηλά ποσοστά αυτοαπασχολουμένων. Στο πλαίσιο αυτό, ο ελληνικός συνδικαλισμός ξεκίνησε από μικρές ομάδες αστών διανοουμένων με προοδευτική την εποχή εκείνη σκέψη, επηρεασμένη ωστόσο από τα σοσιαλιστικά και ριζοσπαστικά κινήματα της Δυτικής Ευρώπης.
Μία από τις πιο δραστήριες οργανώσεις ανάμεσα σε αυτές τις ομάδες ήταν η οργάνωση που δημιούργησαν στην Πάτρα προοδευτικοί διανοούμενοι, ανεξάρτητοι σοσιαλιστές και φιλελεύθεροι μικροεπιχειρηματίες. Η οργάνωση έφερε τον τίτλο «Δημοκρατικός Σύλλογος Πατρών», είχε σχέσεις με Ευρωπαίους σοσιαλιστές, αλλά η απήχησή της στην τοπική κοινωνία ήταν περιορισμένη. Κάποια μέλη της, εξάλλου, το 1893 πήραν μέρος στην δημιουργία της «Σοσιαλιστικής Αδελφότητας» στην Πάτρα, που υιοθέτησε το πρόγραμμα και τους σκοπούς του τότε Γαλλικού Σοσιαλιστικού Κόμματος. Πάντως, την οργάνωση αυτή αποτελούσαν κυρίως δικηγόροι, γιατροί, μικροεπαγγελματίες και διανοούμενοι και ελάχιστοι εργάτες.
Σε επίπεδο εργατικών κινητοποιήσεων, όπως αναφέρει ο Χρήστος Τζεκίνης, η πρώτη σημαντική απεργία που αναφέρεται στην Ελλάδα έγινε στα ναυπηγεία της Σύρου το 1879. Ακολούθησε μία απεργία στην Αθήνα και τον Πειραιά το 1882 και η μεγάλη απεργία των μεταλλωρύχων στο Λαύριο και σε άλλα μεταλλευτικά κέντρα το 1883. Οι απεργίες αυτές έγιναν πριν ακόμα δημιουργηθούν εργατικά σωματεία σε αυτές τις πόλεις.
Ο πρώτος σύνδεσμος εργατών, σύμφωνα με τις γραπτές μαρτυρίες, έγινε το 1879, όταν τον Φεβρουάριο του ίδιου χρόνου ξυλουργοί των ναυπηγείων της Σύρου συγκεντρώθηκαν και αποφάσισαν να δημιουργήσουν μία οργάνωση για να προστατευθούν και να αντισταθούν στην εκμετάλλευση.
Αξίζει να σημειωθεί ότι η πρωτεύουσα του μικρού νησιού, η Ερμούπολη, έγινε το πρώτο κέντρο της συνδικαλιστικής δράσης.
Η ιστορία του ελληνικού συνδικαλιστικού κινήματος –αλλά στην πραγματικότητα και της καπιταλιστικής Ελλάδας μετά την ανακήρυξη της ανεξαρτησίας, το 1821– άρχισε από την Ερμούπολη, που υπήρξε το εφαλτήριο γιατί ήταν το μεγαλύτερο κέντρο του εμπορίου και της βιομηχανίας μέχρι το 1885.
Η Ένωση Ξυλουργών του Ναυπηγείου της Σύρου, που στον τίτλο της αναφερόντα ως «Αδελφότητα», ήταν κατά πάσα πιθανότητα η πρώτη εργατική οργάνωση που πήρε επίσημη μορφή στην Ελλάδα.
Το καταστατικό της αποτελούσαν 21 άρθρα και ήταν αρκετά παράδοξο το ότι είχε την μορφή συμφωνητικού και έγινε με συμβολαιογραφική πράξη –πιθανόν διότι οι ναυπηγοξυλουργοί δεν είχαν σταθερή επαγγελματική υπόσταση, ούτε ισχυρή ταξική συνείδηση.
Από τότε μέχρι σήμερα ο ελληνικός συνδικαλισμός πέρασε από διάφορες φάσεις, με κύριο χαρακτηριστικό τους την σχεδόν ανύπαρκτη συνδικαλιστική παρουσία στον ιδιωτικό τομέα της οικονομίας –λόγω του κατακερματισμού του τελευταίου σε μικρές επιχειρηματικές μονάδες.
Αποτέλεσμα του γεγονότος αυτού ήταν και είναι η ασήμαντη συνδικαλιστική δραστηριότητα στον ιδιωτικό τομέα της οικονομίας, στον οποίο η συνδικαλιστική πυκνότητα είναι η χαμηλότερη στην Ευρώπη με ποσοστό που δεν ξεπερνά το 10%-12%.Ακριβώς το αντίθετο συμβαίνει στον δημόσιο τομέα, όπου σε κάποιους κλάδους το ποσοστό των συνδικαλισμένων εργαζομένων ξεπερνά το 90%.
Όπως υποστηρίζουν σε θεωρητικό επίπεδο εκπρόσωποι του ελληνικού κρατικού συνδικαλισμού, οι λόγοι αυτής της διαφοροποίησης ανάμεσα στον ιδιωτικό και στον δημόσιο τομέα είναι προφανείς. Από την μία πλευρά, η παραδοσιακά καχύποπτη στάση της εργοδοσίας απέναντι στο συνδικαλίζεσθαι, σε συνδυασμό με την επιφυλακτική στάση των εργαζομένων απέναντι στον συνδικαλισμό, δεν ευνοούν τα ποσοστά συνδικαλισμού στον ιδιωτικό χώρο όπου το 97% των επιχειρήσεων δεν απασχολεί πάνω από 20 εργαζομένους.
Αντιθέτως, στον δημόσιο τομέα, η στενή εξάρτηση των συνδικαλιστικών οργανώσεων από τα κόμματα δημιουργεί συσπειρώσεις τέτοιες ώστε να επιτρέπεται από τα μέλη των συνδικάτων να αντλούν προνόμια, αμοιβές και δικαιώματα πάνω από κάθε παραγωγική επίδοση.
Κοντολογίς, σε μία έντονα κρατικοποιημένη οικονομία, όπως η ελληνική, ο κρατικοδίαιτος συνδικαλισμός είναι πηγή εντυπωσιακών ανισοτήτων που δεν παρατηρούνται σε άλλες αναπτυγμένες δημοκρατικές κοινωνίες.
Το φαινόμενο αυτό είναι το αποτέλεσμα της δομής και οργάνωσης του πελατειακού κομματικού κράτους, το οποίο στην ουσία αφαιρούσε πόρους από την ιδιωτική κοινωνία των πολιτών για να χρηματοδοτεί και να προσφέρει προνόμια στον κρατικό τομέα και σε ομάδες όπως οι δημοσιογράφοι και οι τραπεζοϋπάλληλοι, που είχαν ειδικό κοινωνικό και οικονομικό βάρος.
Σταδιακά δε, αυτού του τύπου η κρατικο-κομματική παρέμβαση επεκτάθηκε και σε άλλους επαγγελματικούς τομείς, με αποτέλεσμα το πελατειακό κράτος να αποκτήσει συνδικαλιστικές αρθρώσεις στο σύνολο της κοινωνίας, αφαιρώντας από την τελευταία κάθε ικμάδα δημιουργίας, πρωτοβουλίας και ανάπτυξης έξω από την κρατική περιχαράκωση.
Έτσι, σήμερα παρατηρούνται κραυγαλέες κοινωνικές ανισότητες, απίστευτες οικονομικές στρεβλώσεις, αλλά και σοβαρά εμπόδια στις δημιουργικές δυνάμεις της ιδιωτικής πρωτοβουλίας να καινοτομήσουν και να ξεφύγουν από τον κλοιό των συντεχνιών και της κρατικής εξουσίας.
Υπό αυτές τις συνθήκες, ο ελληνικός συνδικαλισμός, σε όλες του τις μορφές, είναι ένα εξάμβλωμα του ευρωπαϊκού συνδικαλισμού, με χαρακτηριστικά που παραπέμπουν στην φασιστική Ιταλία, αλλά και στις πάλαι ποτε χώρες του υπαρκτού σοσιαλισμού, αν λάβουμε υπ’ όψιν μας την σύνδεση του συνδικαλισμού στην Ελλάδα με το κράτος και τα πολιτικά κόμματα.
Μεταπολεμικά, αυτός ο συνδικαλισμός, αφού ξεκίνησε με τον Φώτη Μακρή και τους λοιπούς παράγοντες, που ίδρυαν σωματεία-σφραγίδες, μετά την επικράτηση του ΠΑΣΟΚ τον Οκτώβριο του 1981 πήρε μία πιο έντονα κομματική μορφή.
Με την απόφαση 9305/29-12-81 του Προέδρου Πρωτοδικών Αθηνών, στην Γενική Συνομοσπονδία Εργατών Ελλάδας (ΓΣΕΕ) καταργήθηκε η διοίκηση Παπαγεωργίου-Καρακίτσου, που υπήρχε από τον Σεπτέμβριο του 1974, και η εξουσία δόθηκε στο ΠΑΣΟΚ και τις λοιπές «προοδευτικές» δυνάμεις.
Την διοίκηση της ΓΣΕΕ ανέλαβε ο Ορέστης Χατζηβασιλείου, ένας σοβαρός συνδικαλιστής, ο οποίος στην ουσία ήταν το προπέτασμα καπνού απέναντι στις διαμαρτυρίες που είχε προκαλέσει στην Ευρώπη η καθαίρεση της διοίκησης της ΓΣΕΕ. Έτσι, τον Μάϊο του 1983, ο Ορ.Χατζηβασιλείου παραιτείται και συγκρούεται με την πασοκική ΠΑΣΚΕ, διορισμένη από την κυβέρνηση του Ανδρέα Παπανδρέου.
Με βάση τις διατάξεις του Ν. 1264/82, πραγματοποιείται στην Βουλιαγμένη το 22ο Συνέδριο της ΓΣΕΕ και στις σχετικές εκλογές το ΠΑΣΟΚ εκλέγει 26 μέλη στα 45 στην νέα διοίκηση, ακολουθούμενο από το ΚΚΕ που εκλέγει 17 μέλη. Αυτή δε η εκλογή χαρακτηρίστηκε από την αποχή της ΑΔΗΣΚ του Χ.Καρακίτσου.
Πρόεδρος της ΓΣΕΕ εκλέγεται ο Γ.Ραυτόπουλος και την αντιπροεδρία παίρνει το ΚΚΕ. Στα τέλη του 1982 ψηφίζεται ο Ν.1264/82 «για τον εκδημοκρατισμό του συνδικαλιστικού κινήματος και την κατοχύρωση των συνδικαλιστικών ελευθεριών των εργαζομένων» και ρίχνονται έτσι οι βάσεις για την πλήρη εκθεμελίωση της ελληνικής οικονομίας. Εκθεμελίωση που πραγματοποιήθηκε παρά την διάσπαση της συνεργασίας ΠΑΣΚΕ-ΕΣΑΚ-Σ στο τέλος του 1985.
Χαρακτηριστικά αναφέρουμε ότι την περίοδο 1982-1990 έκλεισαν στην Ελλάδα 265 μεσαίες και μεγάλες επιχειρήσεις, μεταξύ των οποίων οι Λαδόπουλος, Πειραϊκή-Πατραϊκή, Βέλκα, Σκαλιστήρης κ.α. Οι 28.000 εργαζόμενοι που είχαν υπαχθεί στον αλήστου μνήμης Οργανισμό Ανασυγκρότησης Επιχειρήσεων, μοιράστηκαν μέσα σε μία πενταετία 1.160 δισεκατ. δραχμές, ήτοι 3,5 δισεκατ. ευρώ σημερινής αξίας. Η βιομηχανία Pirelli απεχώρησε θεαματικά από την Ελλάδα και πήγε στην Τουρκία, η δε Αγετ-Ηρακλής έφθασε στα πρόθυρα διάλυσης.
Για τον λόγο αυτόν, εξάλλου, η Ελλάδα έχασε ολόκληρη την αγορά τσιμέντου στην Αίγυπτο, η οποία παρεδόθη στους Τούρκους τσιμεντοπαραγωγούς. Ακόμα στην προσπάθειά του να διαλύσει την ιδιωτική πρωτοβουλία αλλά και να δημιουργήσει μία δική του αστική τάξη, το ΠΑΣΟΚ επιτίθεται μέσω της ΟΤΟΕ στην τότε Τράπεζα Πίστεως και η σχετική απεργία διαρκεί 43 ημέρες. Τελικά, οι συνδικαλιστές επιτυγχάνουν να προσλαμβάνονται τα παιδιά τους δια βίου στις τράπεζες, ασχέτως ικανοτήτων.
Κοινωνικοποιούνται επίσης οι εταιρείες Λάρκο του Μποδοσάκη και η Esso, ενώ μέχρι τα τέλη του 1985 η βιομηχανική παραγωγή είχε πέσει κάπου 26% με βάση τον δείκτη 100 του 1980. Το κόστος της πτώσης αυτής αποτιμάται σε κάπου 26 δισεκατ.σημερινά ευρώ –τα οποία, όμως, η κυβέρνηση του Ανδρέα Παπανδρέου είχε φροντίσει στο μεσοδιάστημα να τα δανειστεί από τις διεθνείς αγορές χρήματος.
Μπορούμε λοιπόν ξεκάθαρα να πούμε ότι η ρίζα της σημερινής κρίσης, όπως έγραψε και ο Κ.Χριστίδης στη Εστία της 19ης Απριλίου, ξεκίνησε στις αρχές της δεκαετίας του 1980, όταν ο ιδρυτής του ΠΑΣΟΚ ανήγαγε τον συνδικαλισμό σε ένα από τα τρία –κατ’ αυτόν, ισότιμα– «βάθρα της δημοκρατίας», μαζί με το Κοινοβούλιο και την τοπική αυτοδιοίκηση.
Τα πάσης φύσεως προνόμια που αλόγιστα θεσπίσθηκαν υπέρ των συνδικαλιστικών εκπροσώπων οδήγησαν σε ουσιαστική συνδιοίκηση στις επιχειρήσεις του δημοσίου και του ιδιωτικού τομέα, σε αποσύνδεση της βαθμολογικής και μισθολογικής εξέλιξης από την απόδοση των στελεχών, υπαλλήλων και εργατών, και, τελικά, σε συρρίκνωση της παραγωγικής βάσης. Οι επικεφαλής των μεγάλων συνδικάτων όχι μόνον μπορούσαν να επιβάλουν τους όρους τους στις διαπραγματεύσεις, αλλά συχνά να επιλέγουν και με ποιους θα διαπραγματευθούν από την άλλη μεριά του τραπεζιού –ενίοτε δε να μεταβαίνουν οι ίδιοι από την άλλη πλευρά του τραπεζιού, καταλαμβάνοντας πολιτικά αξιώματα και υπουργικούς θώκους.
Δυστυχώς, όμως, για τους εμπνευστές της, η συνδικαλιστική παντοδυναμία δεν δημιούργησε διατηρήσιμα οφέλη για τους μισθωτούς. Όταν το μέγεθος του κράτους-μαμμούθ συνέθλιψε τις παραγωγικές δυνατότητες του ιδιωτικού τομέα, τότε οι συνεχείς απεργίες, οι εκβιαστικές πράξεις και απειλές, οι γεμάτες επιθετικότητα καθημερινές δηλώσεις στα ΜΜΕ δεν στάθηκαν ικανές να αποτρέψουν τις οικονομικές εξελίξεις, την ανεργία και την μείωση των αποδοχών.
Η κοινωνία, όμως, εξακολουθεί, κατ’ εξοχήν σήμερα, να είναι όμηρος στα χέρια των συνδικάτων και κατεστημένων που, πάνω απ’ όλα, αγωνίζονται για να διατηρήσουν την μονοπωλιακή τους ισχύ (ή τον «δημόσιο χαρακτήρα», κατά την δική τους διατύπωση, των επιχειρήσεων, υπηρεσιών ή ιδρυμάτων όπου απασχολούνται).
Έτσι, υπάλληλοι της ΔΕΗ, ναυτεργάτες, πανεπιστημιακοί δάσκαλοι, νοσοκομειακοί γιατροί και πλείστοι όσοι άλλοι συναγωνίζονται ποιος θα καταφέρει πιο καίρια πλήγματα κατά της κοινωνίας, της οποίας επίλεκτα μέλη αποτελούν.
Και αν σημερα όλοι οι παραπάνω έχουν τρόπον τινα λουφάξει,αυτό οφείλεται στο οτι βλέπουν πως μάσα με δανεικά δεν υπάρχει πλέον,αλλά και χρήμα γενικά δεν κυκλοφορεί
Δέν αποκλείεται ετσι, η κρίση να αποτελέσει αφετηρία εξυγίανσης του ελληνικού συνδικαλισμού και αυτό προφανώς φοβούνται οι τραμπούκοι της Ρόδου και οι λοιποί ροπαλοφόροι «νονοί» της ελληνικής κοινωνίας
Αν αυτό δεν συμβεί, ο μαφιόζικος χαρακτήρας του ελληνικού εξαμβλωματικού συνδικαλισμού θα προκαλέσει και άλλα δεινά στην χώρα, πολύ χειρότερα από τα 260 δισεκατ. ευρώ που έχουν κοστίσει μέσα στα 40 τελευταία χρόνια οι 5.260 απεργίες των συντεχνιών.
Ας σημειωθεί οτι το ποσό αυτό, αντιπροσωπεύει το 70% του συνολικού ελληνικού δημοσίου χρέους, που κάποιοι εκ του πονηρού αναζητούν ενόχους για τον σχηματισμό του.Και καλά κάνουν, οταν απεναντί τους εχουν διεθνείς καταναλωτες …σανό