H Eυρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα ξεκίνησε τo stress test (άσκηση αντοχής) για τις τράπεζες για το 2020 με στόχο να διαπιστώσει την ικανότητά τους να έχουν επαρκή κεφάλαια στην περίπτωση διαμόρφωσης δυσμενών μακροοικονομικών συνθηκών.
Η διαδικασία προβλέπει τη διεξαγωγή ενός stress test για 35 μεγάλες τράπεζες της Ευρωζώνης, που έχουν ενεργητικό υψηλότερο από 30 δισ. ευρώ η κάθε μία, στο πλαίσιο της πανευρωπαϊκής άσκησης αντοχής της Ευρωπαϊκής Τραπεζικής Αρχής (EBA) και θα ανακοινώσει τα αποτελέσματά του στις 31 Ιουλίου, αναφέρει το protothema.
Παράλληλα, η ΕΚΤ θα διεξάγει ένα δικό της stress test για τις υπόλοιπες σημαντικές τράπεζες της Ευρωζώνης, στις οποίες περιλαμβάνονται και οι τέσσερις μεγάλες ελληνικές τράπεζες. Η άσκηση αυτή θα είναι συνεπής με τη μεθοδολογία της ΕΒΑ που χρησιμοποιείται για τις μεγαλύτερες τράπεζες, αλλά θα λάβει υπόψη της το μικρότερο μέγεθος και τον λιγότερο σύνθετο χαρακτήρα αυτών των πιστωτικών ιδρυμάτων. Με βάση τα αποτελέσματα του stress test, η ΕΚΤ θα εκτιμήσει τις κεφαλαιακές ανάγκες των σημαντικών τραπεζών όσον αφορά τον λεγόμενο Πυλώνα 2 (Pillar 2) στο πλαίσιο της Εποπτικής Διαδικασίας Ελέγχου και Αξιολόγησης που ακολουθεί.
To stress test θα βασισθεί, όπως πάντα, σε δύο σενάρια για την πορεία βασικών οικονομικών μεγεθών την τριετία 2020-2022: ένα βασικό και ένα δυσμενές. Το βασικό σενάριο στηρίζεται στις προβλέψεις των εθνικών κεντρικών τραπεζών τον Δεκέμβριο του 2019, ενώ το δυσμενές υποθέτει ότι θα υλοποιηθούν οι βασικοί κίνδυνοι για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα, τους οποίους έχει εντοπίσει το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Συστημικού Κινδύνου (ESRB). Το δυσμενές σενάριο είναι πιο αυστηρό σε σχέση με τα αντίστοιχα των προηγούμενων ασκήσεων αντοχής και αυτό, σύμφωνα με το ESBR, «αντανακλά το γεγονός ότι η ΕΕ εκτιμάται ότι βρίσκεται σε προχωρημένο στάδιο του οικονομικού κύκλου και έχουν ληφθεί υπόψη επιπλέον ενδεχόμενα». Το δυσμενές σενάριο για τις φετινές ασκήσεις αντοχής προβλέπει για πρώτη φορά ύφεση και χαμηλά ή αρνητικά επιτόκια για μία παρατεταμένη περίοδο τριών ετών. Συγκεκριμένα, προβλέπει σωρευτική μείωση του πραγματικού ΑΕΠ των χωρών της ΕΕ κατά 4,3% έως το 2022, αύξηση του ποσοστού ανεργίας κατά 3,5 ποσοστιαίες μονάδας, πτώση των τιμών των μετοχών κατά 25% στις αναπτυγμένες οικονομίες και κατά 40% στις αναδυόμενες οικονομίες, πτώση των τιμών των κατοικιών κατά 16% και των τιμών των εμπορικών ακινήτων κατά 20%.
Το βασικό σενάριο για την Ελλάδα
Στο βασικό σενάριο για την Ελλάδα, ο ρυθμός ανάπτυξης της οικονομίας της προβλέπεται να φθάσει το 2,4% φέτος και το 2,5% το 2021 όπως και το 2022. Το ποσοστό ανεργίας προβλέπεται να μειωθεί σταδιακά στο 13,1% το 2022 από 16,5% πέρυσι και οι τιμές των κατοικιών να συνεχίσουν την ανοδική πορεία του 2019 – όταν αυξήθηκαν 7,4% – με επιβραδυνόμενο ρυθμό (4,8% φέτος, 2,6% το 2021 και 2,2% το 2022). Στο δυσμενές σενάριο, το ελληνικό ΑΕΠ προβλέπεται να μειωθεί σωρευτικά έως το 2002 κατά 6% και το ποσοστό ανεργίας να αυξηθεί, επίσης σωρευτικά, κατά 2,4 ποσοστιαίες μονάδες έως το 2022. Για τις τιμές των κατοικιών προβλέπεται μία πολύ ηπιότερη πτώση σε σχέση με τον μέσο όρο της ΕΕ, που θα φθάνει σωρευτικά το 5,8% έως το 2022.
Σημειώνεται ότι στο τρίτο τρίμηνο του 2019 δείκτης κεφαλαιακής επάρκειας των ελληνικών τραπεζών ήταν υψηλότερος από τον μέσο όρο της Ευρωζώνης. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με στοιχεία της ΕΚΤ, ανερχόταν στο 15,9% έναντι 14,4% στην Ευρωζώνη. «Οι εξελίξεις στο χρηματοπιστωτικό σύστημα της Ελλάδας είναι θετικές, με βελτιούμενες κεφαλαιακή επάρκεια, κερδοφορία πριν από τις προβλέψεις και ρευστότητα. Η συνεχής αύξηση των καταθέσεων και η βελτίωση της ρευστότητας επέτρεψε την άρση των περιορισμών στην κίνηση κεφαλαίων από 1ης Σεπτεμβρίου 2019, ενώ από τότε μέχρι σήμερα η κατάσταση συνεχίζει να βελτιώνεται», υπογράμμισε ο Διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος, Γιάννης Στουρνάρας, σε ομιλία του στις αρχές της εβδομάδας.
Ο κ. Στουρνάρας επανέλαβε ότι το μεγάλο ύψος των μη εξυπηρετούμενων δανείων – που με προσωρινά στοιχεία 9μήνου 2019 ανερχόταν σε περίπου 71 δισ. ευρώ ή στο 42,1% του συνόλου των δανείων – αποτελεί το πιο σημαντικό πρόβλημα για τις τράπεζες. Το σχέδιο «Ηρακλής», είπε, είναι ένα σημαντικό βήμα για την αντιμετώπιση του προβλήματος αυτού, προσθέτοντας: «Δεδομένου όμως του μεγέθους αυτού του προβλήματος, το σχήμα αυτό αναμένεται, σε επόμενο στάδιο και αφού ο Ηρακλής αρχίσει να παράγει αποτελέσματα, να συμπληρωθεί και από άλλα, όπως αυτό που έχει προτείνει στο πρόσφατο παρελθόν η Τράπεζα της Ελλάδος. Η πρόταση της Τράπεζας της Ελλάδος, παράλληλα με πρόβλημα των ΜΕΔ, αντιμετωπίζει και το ζήτημα που προκύπτει από τη σημερινή κεφαλαιακή διάρθρωση των τραπεζών, με την αναβαλλόμενη φορολογική απαίτηση (DTC) να αποτελεί δυσανάλογα μεγάλο μέρος των συνολικών κεφαλαίων».