Τη βαριά υπερφορολόγηση που πλέον έχει καταστήσει, όπως σχολιάζει, το Δημόσιο «συνέταιρο» στα κέρδη καταδεικνύει το Εμπορικό και Βιομηχανικό Επιμελητήριο Πειραιώς (ΕΒΕΠ) καθώς έχει φθάσει η ώρα του Ταμείου για τις επιχειρήσεις, αναφέρει το newmoney.
Όπως σχολιάζει ο Πρόεδρος του ΕΒΕΠ, Βασίλης Κορκίδης «η μνημονιακή Ελλάδα επέμεινε και επιμένει σε ιδιαίτερα υψηλούς φορολογικούς συντελεστές, χωρίς, ωστόσο, να εισπράττει τα αντίστοιχα έσοδα, αλλά αντίθετα να δημιουργεί υπέρογκες ληξιπρόθεσμες οφειλές βεβαιωμένων φόρων. Είναι λοιπόν ανάγκη, μετά και την έξοδό μας, να επανεξεταστεί η μεταμνημονιακή φορολογική πολιτική, αφού αποδεδειγμένα η υπερφορολόγηση περιορίζει την ανάπτυξη, αποθαρρύνει τις επενδύσεις και τελικά, οδηγεί στη μεγέθυνση της παραοικονομίας…».
Σύμφωνα με τα στοιχεία που παρουσιάζονται, σήμερα εμφανίζονται ζημιογόνες 4 στις 10 επιχειρήσεις στην Ελλάδα ενώ μεταξύ των κερδοφόρων μόλις 1 στις 10 έχει κέρδη άνω των 60 χιλ. ευρώ.
Ακολουθεί η ανακοίνωση:
«Η Ελλάδα κατατάσσεται και φέτος στους πρωταθλητές υπερφορολόγησης των επιχειρήσεων και πρώτη χώρα στην Ευρωζώνη σε αναλογία φόρων προς το ΑΕΠ με 27%.
Παρ’ όλ’ αυτά, η βαριά και μη ανταγωνιστική φορολογία, εξαιτίας των υψηλών συντελεστών που επιβάλλει, δεν της εξασφαλίζουν περισσότερα έσοδα από τις άλλες χώρες ή ακόμα και από τον μέσο όρο των ευρωπαϊκών χωρών, που διατηρούν χαμηλότερους συντελεστές, αναφέρει το ΕΒΕΠ.
Είναι γνωστό, πως πολλές χώρες εξακολουθούν να επιδιώκουν την τόνωση της οικονομικής δραστηριότητας και την προσέλκυση άμεσων ξένων επενδύσεων, διατηρώντας ή μειώνοντας τους φορολογικούς συντελεστές των επιχειρήσεων.
Αντίθετα στην Ελλάδα ο συντελεστής φορολόγησης των επιχειρήσεων εν μέσω κρίσης αυξήθηκε και παραμένει σε ιδιαίτερα υψηλά επίπεδα.
Συγκεκριμένα, με τον συντελεστή στο 29%, έχοντας μετά τη Γαλλία (33,3%) το δεύτερο υψηλότερο συντελεστή στην Ευρώπη, μαζί με το Βέλγιο, δύσκολα ανταγωνίζεσαι γειτονικές χώρες με συντελεστές φορολόγησης των επιχειρήσεων να κυμαίνονται μεταξύ 10 και 16%.
Παρά τις χιλιάδες μεταρρυθμίσεις και τις αλλαγές των τελευταίων ετών, το 2018 δεν προβλέπεται καμία μεταβολή των βασικών φορολογικών συντελεστών (εταιρική φορολογία, φορολογία εισοδήματος και ΦΠΑ).
Αντίθετα, ενδέχεται να υπάρξει αύξηση της φορολογικής επιβάρυνσης σε τομείς όπως η φορολόγηση των κεφαλαιουχικών κερδών, η παρακράτηση φόρων και η φορολόγηση των ψηφιακών δραστηριοτήτων.
Σημειώνεται πάντως ότι, για τη χρήση του 2019 προβλέπεται και εφόσον επιτευχθούν οι στόχοι για αύξηση του πρωτογενούς πλεονάσματος στα επίπεδα του 3,5% του ΑΕΠ, να ενεργοποιηθούν τα αντίμετρα, μεταξύ των οποίων η μείωση της φορολογίας των επιχειρήσεων από το 2020, κατά 3 ποσοστιαίες μονάδες και συγκεκριμένα από το 29% στο 26%.
Μέχρι τότε όμως οι υψηλές φορολογικές υποχρεώσεις θα «στραγγαλίζουν» την ανάπτυξη της οικονομίας και θα «στραγγίζουν» την περιορισμένη ρευστότητα της ελληνικής αγοράς.
Η 31η Αυγούστου 2018 είναι η «ημέρα του λογαριασμού» για την ελληνική επιχειρηματικότητα με την εφορία και η «ώρα του ταμείου» για το κράτος, από τις κερδοφόρες επιχειρήσεις του ιδιωτικού τομέα.
Άλλη μία «οδύσσεια» φόρων ξεκινά το επόμενο διάστημα για τις συνεπείς επιχειρήσεις, οι οποίες, από τέλος Αυγούστου, θα κληθούν να πληρώνουν μηνιαίως δύο ή και τρεις «φορολογαριασμούς».
Συγκεκριμένα, πέραν από τους φετινούς φόρους εισοδήματος νομικών και φυσικών προσώπων, τον ΕΝΦΙΑ, υπάρχουν βεβαίως και οι βεβαιωμένες υποχρεώσεις παρελθόντων χρήσεων, με την καταβολή μηνιαίων δόσεων από ρυθμίσεις ληξιπρόθεσμων οφειλών.
Τα «e-ραβασάκια» του Taxisnet θα υπενθυμίζουν τους επόμενους πέντε μήνες, κάθε μία από τις πέντε δόσεις του φόρου ύψους 2,65 δις ευρώ, που προέκυψε από την εκκαθάριση των φετινών δηλώσεων των επιχειρήσεων.
Εξαίρεση, υπενθυμίζουμε ότι, δικαίως αποτελούν οι φορολογούμενοι που επλήγησαν από την πύρινη λαίλαπα και όσοι ανήκουν στις ΔΟΥ Παλλήνης και Ελευσίνας.
Έντονο προβληματισμό εξακολουθεί να προκαλεί στο οικονομικό επιτελείο ότι, το 80% των επιχειρήσεων έχει ζημιές, μηδενικά ή οριακά κέρδη, αφού 4 στις 10 επιχειρήσεις είναι ζημιογόνες, 5 στις 10 έχουν μηδενικά ή οριακά κέρδη και μόνο 1 στις 10 έχει κέρδη άνω των 60.000 ευρώ.
Σύμφωνα με τις φορολογικές δηλώσεις, το 39% των επιχειρήσεων είναι ζημιογόνες και το 24% δηλώνει μηδενικά αποτελέσματα, το 17% οριακά κέρδη έως 15.000 ευρώ, το 12% κέρδη από 15.000 έως 60.000 ευρώ, το 5% κέρδη από 60.000 έως 150.000 ευρώ και όλες μαζί πληρώνουν συνολικά το 22% των εταιρικών φόρων.
Περαιτέρω το 3% δηλώνει κέρδη μεταξύ 150.000 και 900.000 ευρώ και πληρώνει το 20% των φόρων, το 0,5% μεταξύ 900.000 και 1,5 εκ. ευρώ και πληρώνει το 14% των φόρων και τέλος μετά βίας το 0,15% άνω του 1,5 εκ. ευρώ, που πληρώνει όμως το 44% του συνόλου των εταιρικών φόρων.
Αυτός ο ασύμμετρος ελληνικός τρόπος φορολόγησης έχει ως αποτέλεσμα το 20% των ΑΦΜ να πληρώνει το 80% των ετήσιων φόρων και συγκεκριμένα το 19% των φυσικών προσώπων να πληρώνει το 90% της φορολογίας εισοδήματος, το 4,5% δηλαδή περίπου 20.000 επιχειρήσεις το 83% των συνολικά 4,3 δις ευρώ φόρων νομικών προσώπων, ατομικών και προσωπικών επιχειρήσεων και τέλος το 33% των ιδιοκτητών να πληρώνει το 66% του ΕΝΦΙΑ.
Το Εμπορικό και Βιομηχανικό Επιμελητήριο Πειραιώς, αναφορικά με τη φοροαποφυγή και τη μείωση της φορολογητέας ύλης κατά 400 εκ. ευρώ από επιχειρηματική δραστηριότητα, κατά το τρέχον έτος, θεωρεί ότι ορθά εντατικοποιήθηκαν από την Α.Α.Δ.Ε. οι φορολογικοί έλεγχοι στο πλαίσιο καταπολέμησης της φοροδιαφυγής, καθώς και οι προσπάθειες ελέγχου των εποχιακών δραστηριοτήτων ιδιαίτερα στον τουριστικό τομέα.
Επίσης δίκαιη κρίνεται για τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις η απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας που περιορίζει τη δυνατότητα της πολιτείας για έλεγχο σε φορολογικά έτη, πέραν της πενταετίας.
Το σύνολο της επιχειρηματικότητας στη Χώρα μας θεωρεί ότι, στην μεταμνημονιακή περίοδο, η μείωση των φόρων θα πρέπει να αποτελέσει άμεση προτεραιότητα του οικονομικού επιτελείου της ελληνικής κυβέρνησης.
Με στόχο λοιπόν να επιβιώσουν και να αναπτυχθούν όσο το δυνατόν περισσότερες επιχειρήσεις θα πρέπει να μειωθεί ο φορολογικός συντελεστής από το 29% στο 26% και σταδιακά στο 20% και βεβαίως αντίστοιχα η «ασφαλιστική φορολογία».
Επίσης αναφορικά με τους έμμεσους φόρους θα πρέπει να μειωθεί ο ΦΠΑ σε συγκεκριμένους κλάδους της οικονομίας, όπως για παράδειγμα στο τουρισμό και την εστίαση, τις θαλάσσιες μεταφορές και τα logistics και να μηδενιστεί στη Ναυτιλία και τη Ναυπηγοεπισκευή για να μπορέσουμε, αν μη τι άλλο, να είμαστε ανταγωνιστικοί με τους συναδέλφους των γειτονικών ευρωπαϊκών και μη, χωρών.
Στην Ελλάδα ο ορισμός του ΦΠΑ έχει αλλοιωθεί και, από φόρος προστιθέμενης αξίας έχει μετατραπεί σε προστιθέμενο φόρο.
Το Ε.Β.Ε.Π. ενόψει της ΔΕΘ, δεν εκλαμβάνει ως παροχολογία τη μείωση της άμεσης και έμμεσης φορολογίας των επιχειρήσεων, καθώς και του μη μισθολογικού κόστους, αφού ξεκάθαρα αποτελούν τροχοπέδη στην εγχώρια επιχειρηματικότητα, η οποία στην οκταετία των μνημονίων έχει απωλέσει το 30% των εσόδων της.
Η μέθοδος της φορολογικής αντιμετώπισης των επιχειρήσεων, αλλά και γενικότερα η εισπραξιμότητα των βεβαιωμένων και ληξιπρόθεσμων φόρων, είναι εμφανές ότι, επιβάλλουν να εφαρμοστούν, κατά ένα χρόνο νωρίτερα, τα μεταμνημονιακά «φορολογικά αντίμετρα» για τις συνεπείς και ενήμερες στις υποχρεώσεις τους επιχειρήσεις.
Τέλος, ο Πρόεδρος του Ε.Β.Ε.Π., κ. Βασίλης Κορκίδης, σχολιάζοντας, επισημαίνει:
«…Έφτασε και φέτος η ώρα του λογαριασμού για τις συνεπείς κερδοφόρες επιχειρήσεις με το κράτος, καθώς και η ημέρα του ταμείου για τον κοινό «συνέταιρο» όλων μας, την εφορία.
Οι φόροι μπορεί να είναι αναγκαστικό και μονομερές μέσο μετάθεσης πόρων από τον ιδιωτικό στο δημόσιο τομέα, όμως, κάθε φόρος πρέπει να είναι γι’ αυτόν που τον πληρώνει, αποτέλεσμα κερδοφορίας και όχι τιμωρίας.
Σε μια περίοδο κατά την οποία εντείνεται ο διεθνής ανταγωνισμός, πολλές χώρες προσπαθούν να μειώσουν τους φορολογικούς συντελεστές τους, με στόχο να γίνουν ελκυστικότερες από επενδυτική σκοπιά.
Παραδόξως όμως, η μνημονιακή Ελλάδα επέμεινε και επιμένει σε ιδιαίτερα υψηλούς φορολογικούς συντελεστές, χωρίς, ωστόσο, να εισπράττει τα αντίστοιχα έσοδα, αλλά αντίθετα να δημιουργεί υπέρογκες ληξιπρόθεσμες οφειλές βεβαιωμένων φόρων.
Είναι λοιπόν ανάγκη, μετά και την έξοδό μας, να επανεξεταστεί η μεταμνημονιακή φορολογική πολιτική, αφού αποδεδειγμένα η υπερφορολόγηση περιορίζει την ανάπτυξη, αποθαρρύνει τις επενδύσεις και τελικά, οδηγεί στη μεγέθυνση της παραοικονομίας…».