Το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ) αναθεώρησε σήμερα προς τα κάτω τις προβλέψεις του για την παγκόσμια ανάπτυξη το 2020 λόγω της μεγαλύτερης της αναμενόμενης επιβράδυνσης στην Ινδία και άλλες αναδυόμενες αγορές, αλλά ανακοίνωσε ότι η σινοαμερικανική εμπορική συμφωνία είναι μια ακόμα ένδειξη ότι το εμπόριο και η μεταποιητική δραστηριότητα ίσως σύντομα φθάσουν στο χαμηλότερο επίπεδο.
Το ΔΝΤ ανακοίνωσε ότι η παγκόσμια ανάπτυξη θα διαμορφωθεί στο 3,3% το 2020, συγκριτικά με 2,9% το 2019, που ήταν ο χαμηλότερος ρυθμός ανάπτυξης από τη χρηματοπιστωτική κρίση πριν από μια δεκαετία. Οι εκτιμήσεις και για τις δύο χρονιές μειώθηκαν κατά 0,1 της ποσοστιαίας μονάδας σε σχέση με τις προβλέψεις του Οκτωβρίου, αναφέρει το in.gr.
Η ανάπτυξη θα βελτιωθεί κάπως στο 3,4% το 2021 αλλά και αυτή η πρόβλεψη μειώθηκε κατά 0,2 της ποσοστιαίας μονάδας σε σχέση με τον Οκτώβριο, όπως ανακοίνωσε το ΔΝΤ.
Οι μειώσεις αυτές αντανακλούν την επαναξιολόγηση του Ταμείου για τις οικονομικές προοπτικές μιας σειράς μεγάλων αναδυόμενων αγορών, κυρίως της Ινδίας, όπου η εγχώρια ζήτηση επιβραδύνθηκε πολύ περισσότερο από το αναμενόμενο.
Το ΔΝΤ ανακοίνωσε επίσης ότι αναθεώρησε πτωτικά τις προβλέψεις του για την ανάπτυξη στη Χιλή, λόγω της κοινωνικής αναταραχής, και στο Μεξικό, λόγω της συνεχιζόμενης αδυναμίας στις επενδύσεις.
Σύμφωνα με το Ταμείο, η αποκλιμάκωση των εντάσεων μεταξύ των ΗΠΑ και της Κίνας ενίσχυσε το κλίμα στην αγορά, εν μέσω «επιφυλακτικών» ενδείξεων ότι το εμπόριο και η μεταποίηση έχουν φθάσει στο χαμηλότερο επίπεδό τους.
«Αυτές οι αρχικές ενδείξεις σταθεροποίησης μπορεί να επιμείνουν και εντέλει να ενισχύσουν το δεσμό μεταξύ των ακόμα ανθεκτικών καταναλωτικών δαπανών και των βελτιωμένων δαπανών των επιχειρήσεων», ανέφερε το ΔΝΤ. Το Ταμείο ανέφερε την αβεβαιότητα για τους δασμούς και τις αρνητικές τους επιπτώσεις στις επενδύσεις των επιχειρήσεων ως τον μεγαλύτερο παράγοντα για τον περιορισμό της ανάπτυξης.
«Ωστόσο, μέχρι στιγμής διαφαίνονται λίγες ενδείξεις για σημεία καμπής στα παγκόσμια μακροοικονομικά στοιχεία», πρόσθεσε το Ταμείο.
Ωθηση για την Κίνα, όχι για τις ΗΠΑ
Η επιφυλακτικές εκτιμήσεις του Ταμείου προβλέπουν ότι δεν θα υπάρξει πρόσθετη κλιμάκωση στις εμπορικές σχέσεις ΗΠΑ-Κίνας και ότι η Βρετανία θα προχωρήσει σε μια συντεταγμένη έξοδο από την Ευρωπαϊκή Ένωση στα τέλη Ιανουαρίου.
Το ΔΝΤ αναθεώρησε ανοδικά την πρόβλεψή του για τον ρυθμό ανάπτυξης της Κίνας κατά 0,2 της ποσοστιαίας μονάδας στο 6,0% καθώς η αμερικανική εμπορική συμφωνία περιελάμβανε μια μερική μείωση δασμών και την κατάργηση των δασμών σε κινεζικά καταναλωτικά προϊόντα που είχαν προγραμματιστεί για τον Δεκέμβριο. Οι δασμοί αυτοί είχαν ενσωματωθεί στις προηγούμενες προβλέψεις του ΔΝΤ.
Ωστόσο, το Ταμείο δεν αναθεώρησε ανοδικά τις προβλέψεις του για την ανάπτυξη των ΗΠΑ, παρά τις δεσμεύσεις της Κίνας να αυξήσει τις αγορές αμερικανικών προϊόντων και υπηρεσιών κατά 200 δισεκ. δολάρια για τα επόμενα δύο χρόνια.
Αντ’ αυτού, το ΔΝΤ ανακοίνωσε ότι το 2020 η ανάπτυξη στις ΗΠΑ θα είναι κατά 0,1 της ποσοστιαίας μονάδας χαμηλότερη σε σχέση με την πρόβλεψη του Οκτωβρίου, στο 2,0% λόγω της εξασθένησης των επιπτώσεων στην οικονομία από τις περικοπές φόρων του 2017 και τη νομισματική χαλάρωση της αμερικανικής κεντρικής τράπεζας (Fed).
Η ανάπτυξη στην ευρωζώνη μειώθηκε προς τα κάτω κατά 0,1 της ποσοστιαίας μονάδας σε σχέση με τον Οκτώβριο, στο 1,3% για το 2020, κυρίως λόγω της συρρίκνωσης της μεταποίησης στη Γερμανία και της επιβράδυνσης της εγχώριας ζήτησης στην Ισπανία.
Αν και οι καθοδικοί κίνδυνοι έχουν περιοριστεί υπό το φως της σινοαμερικανικής εμπορικής συμφωνίας, το ΔΝΤ είπε ότι συνεχίζουν να είναι αξιοσημείωτοι.
«Οι αυξανόμενες γεωπολιτικές εντάσεις, ιδιαίτερα μεταξύ των ΗΠΑ και του Ιράν, μπορεί να προκαλέσουν αναταραχή στην παγκόσμια προσφορά πετρελαίου, να πλήξουν το κλίμα και να αποδυναμώσουν τις ήδη συγκρατημένες επενδύσεις των επιχειρήσεων», ανέφερε το ΔΝΤ. «Επιπλέον, η εντατικοποίηση της κοινωνικής αναταραχής σε πολλές χώρες – αποτυπώνοντας σε κάποιες περιπτώσεις τη διάβρωση της εμπιστοσύνης σε καταξιωμένους θεσμούς και την απουσία εκπροσώπησης στις κυβερνητικές δομές—μπορεί να διαταράξει τη δραστηριότητα, να περιπλέξει τις μεταρρυθμιστικές προσπάθειες και να αποδυναμώσει το κλίμα, οδηγώντας την ανάπτυξη χαμηλότερα από το προβλεπόμενο».