Σε παγκόσμιο επίπεδο, η κρίση COVID-19 προκαλεί τεράστιες οικονομικές επιπτώσεις σε πολλούς οργανισμούς, καθώς αυξάνεται η έκθεσή τους σε μια σειρά άλλων αναδυόμενων κινδύνων που σχετίζονται με την ασφάλεια στον κυβερνοχώρο και τις αλλαγές στις σχέσεις με πελάτες και προμηθευτές που επηρεάζουν τις επιχειρηματικές λειτουργίες.
Αυτό το νέο περιβάλλον δημιουργεί αυξημένο κίνδυνο απάτης και ακατάλληλης χρηματοοικονομικής πληροφόρησης, καθώς προκύπτουν νέες ευκαιρίες και προκλήσεις τόσο για εργαζόμενους όσο και για εξωτερικούς συνεργάτες.
Σε απάντηση στην τρέχουσα κρίση, πολλοί οργανισμοί κλήθηκαν να αλλάξουν γρήγορα τις εργασιακές πρακτικές και δημιούργησαν τα πρωτόκολλα για να επιτρέψουν την εξ’ αποστάσεως εργασία, η οποία παρουσιάζει αυξημένο κίνδυνο απάτης εάν παρακαμφθούν οι διαδικασίες του συστήματος εσωτερικού ελέγχου.
Τα κίνητρα για τη διάπραξη απάτης αναμένεται να αυξηθούν σε οργανισμούς και άτομα που αντιμετωπίζουν πρωτοφανείς οικονομικές δυσχέρειες.
Σε καιρούς όπου το αίσθημα απελπισία εξαπλώνεται και τα άτομα δέχονται
σημαντικές εργασιακές ή προσωπικές πιέσεις, υπάρχει ο αυξημένος κίνδυνος λήψης ανήθικων αποφάσεων. Επίσης υπάρχει ο κίνδυνος σκόπιμης ωραιοποίησης οικονομικών καταστάσεων, παρουσιάζοντας μια πλασματικά βελτιωμένη εικόνα της τρέχουσας οικονομικής πραγματικότητας μέσω της παραποίησης των Οικονομικών Καταστάσεων και των γνωστοποιήσεων.
Κατά τη διάρκεια της τρέχουσας κρίσης και των συνεπειών της, προκύπτει η ανάγκη σχολαστικότερου ελέγχου για την εκπλήρωση της υποχρέωσης των οργανισμών δημοσίου συμφέροντος για κατάλληλη πληροφόρηση των χρηστών των Οικονομικών καταστάσεων.
Αντίστοιχα προκύπτει ακόμη μεγαλύτερη ανάγκη ελέγχου για την άσκηση της επαγγελματικής κρίσης των επαγγελματιών λογιστών. Αυτό ισχύει ιδιαίτερα για όσους είναι τα μέλη των διοικητικών συμβουλίων ή κατέχουν διοικητικούς ρόλους, δεδομένου ότι έχουν την τελική ευθύνη για την πρόληψη και τον εντοπισμό της απάτης σε έναν οργανισμό.
Επομένως είναι σημαντικό για όλους τους επαγγελματίες λογιστές που εργάζονται σε διάφορους ρόλους, συμπεριλαμβανομένων των χρηματοοικονομικών λειτουργιών, του εσωτερικού και του εξωτερικού ελέγχου να είναι πιο προσεκτικοί από ποτέ για τον κίνδυνο απάτης και χειραγώγησης της λογιστικής και της χρηματοοικονομικής πληροφόρησης.
Για τους εξωτερικούς ελεγκτές, υπάρχει συχνά ένα χάσμα προσδοκιών μεταξύ του τι αναμένει το ευρύ κοινό από αυτούς για τον εντοπισμό και την αναφορά απάτης, και τις πραγματικές ευθύνες τους σύμφωνα με τα πρότυπα. Σύμφωνα με το Διεθνές Πρότυπο Ελέγχου 240 (International Standards on Auditing ISA), περί ευθυνών του ελεγκτή σχετικά με την απάτη στον έλεγχο των οικονομικών καταστάσεων, οι ελεγκτές είναι υπεύθυνοι για τη λήψη εύλογης διασφάλισης ότι οι οικονομικές καταστάσεις που λαμβάνονται στο σύνολό τους είναι απαλλαγμένες από ουσιώδη ανακρίβεια, είτε προκαλούνται από απάτη είτε από λάθος.
Το Συμβούλιο Διεθνών Ελέγχων και Προτύπων Διασφάλισης (IAASB) υπογραμμίζει, την ανάγκη να έχουν οι ελεγκτές μεγαλύτερη ευαισθητοποίηση σχετικά με την πιθανότητα απάτης ή σφάλματος, με την άσκηση του επαγγελματικού σκεπτικισμού κατά την εκτέλεση του ελέγχου διαδικασιών.
Οι επαγγελματίες ελεγκτές λογιστές θα πρέπει να είναι σε επαγρύπνηση για τον εντοπισμό πιέσεων που ασκούνται σε αυτούς ή από αυτούς σε
τρίτα μέρη.
Ο Διεθνής Κώδικας Δεοντολογίας του Συμβούλιου Διεθνών Προτύπων Δεοντολογίας για τους Ελεγκτές Λογιστές IESBA (The International Ethics Standards Board for Accountants) συμπεριλαμβανομένων των Διεθνών Προτύπων Ανεξαρτησίας, καθορίζει το πρότυπο συμπεριφοράς που αναμένεται από έναν επαγγελματία ελεγκτή λογιστή που αντιμετωπίζει συγκεκριμένη πίεση και μπορεί να οδηγήσει σε παραβίαση των πέντε θεμελιωδών αρχών του Κώδικα Δεοντολογίας, της ακεραιότητας, της αντικειμενικότητας, της επαγγελματικής ικανότητας και δέουσας φροντίδας, της εμπιστευτικότητας και της επαγγελματικής συμπεριφοράς.
Το προσωπικό του Συμβουλίου Διεθνών Προτύπων Δεοντολογίας για τους Ελεγκτές Λογιστές IESBA εξέδωσε επίσης σχετική δημοσίευση για να επισημάνει τις πτυχές του Κώδικα που σχετίζονται με τους ελεγκτές λογιστές στην αντιμετώπιση της τρέχουσας κρίσης στον εντοπισμό πιθανών πιέσεων που σχετίζονται με τις νέες συνθήκες που δημιουργήθηκαν από την πανδημία του Covid-19.
Οι ρυθμιστικές αρχές και τα όργανα εποπτείας υπενθυμίζουν στις εταιρείες τόσο τη σημαντικότητα της άσκησης της επαγγελματικής τους κρίσης, όσο και την άσκηση ιδιαίτερης προσοχής στα λογιστικά πρότυπα, για την ορθή αντιμετώπιση των επιπτώσεων του COVID-19 στις χρηματοοικονομικές αναφορές και τους αναδυόμενους κινδύνους.
Για παράδειγμα, η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς και το Διοικητικό Συμβούλιο Λογιστικής Παρακολούθησης Δημόσιων Εταιρειών στις ΗΠΑ εξέδωσαν μια δήλωση που επισημαίνει τους κινδύνους και τα ανοίγματα των εταιρειών που έχουν σημαντική δραστηριότητα σε αναδυόμενες αγορές όπου ενδέχεται να υπάρχει ουσιαστικά μεγαλύτερος κίνδυνος οι γνωστοποιήσεις των Οικονομικών Καταστάσεων να είναι ελλιπείς ή παραπλανητικές.
Βασικά ζητήματα σχετικά με την χρηματοοικονομική πληροφόρηση και τον κίνδυνο απάτης για επαγγελματίες ελεγκτές-λογιστές.
Η ανάγκη σαφήνειας από τα όργανα διοίκησης
Τα διοικητικά συμβούλια και η διοίκηση είναι επιφορτισμένοι με το ρόλο της ενημέρωσης του προσωπικού ότι ο οργανισμός θα κριθεί από τον τρόπο με τον οποίο χειρίζεται την τρέχουσα κρίση, και επομένως οι αξίες και η ηθική του είναι υψίστης σημασίας.
Αυτό επεκτείνεται στην χρηματοοικονομική πληροφόρηση και στη λογιστική, καθώς και στην ανησυχία τους για τα συμφέροντα των ενδιαφερομένων μερών Ένα αποτελεσματικό πρόγραμμα δεοντολογίας και συμμόρφωσης υποστηρίζεται από τη θετική κουλτούρα, τις ισχυρές αξίες και τη διαφάνεια.
Σε ένα πρόσφατο blog για τον COVID-19, η Εθνική Ένωση Εταιρικών Διευθυντών (NACD) επισημαίνει ότι ενώ τα διοικητικά συμβούλια είναι γενικά υπεύθυνα για την εποπτεία των οργανισμών, οι ελεγκτικές επιτροπές διαδραματίζουν επίσης βασικό ρόλο:
«Η πρόκλησή τους είναι να διακρίνουν αν ο τρόπος που επικοινωνεί η διοίκηση στην επιτροπή είναι πραγματικά ο τρόπος που διαπερνά ολόκληρη την εταιρεία. Αυτό είναι ιδιαίτερα σημαντικό τώρα που η εργασία γίνεται από απόσταση – οι εργαζόμενοι μπορεί να αισθάνονται απομονωμένοι και αποσυνδεδεμένοι και τα μηνύματα μπορεί να παρεξηγηθούν.
Τα σχόλια από προηγούμενες έρευνες για τα συναισθήματα των εργαζομένων είναι απίθανο να είναι ενδεικτικά του τρέχοντος περιβάλλοντος».
Το Κέντρο Ποιότητας Ελέγχου (CAQ) υπογραμμίζει επίσης τη σημασία της εταιρικής κουλτούρας στην αντιμετώπιση της αναδυόμενης κρίσης.
Διατήρηση ενός αποτελεσματικού περιβάλλοντος ελέγχου
Οι αλλαγές στις πρακτικές εργασίας και η εξ’ αποστάσεως εργασία ενδέχεται να επηρεάσουν τους εσωτερικούς ελέγχους που αποτελούν τη βάση για την αξιοπιστία της χρηματοοικονομικής πληροφόρησης και την αξιοπιστία των Οικονομικών Καταστάσεων και των γνωστοποιήσεων τους. Οι επιπτώσεις του ελέγχου και οι προκλήσεις οποιωνδήποτε αλλαγών ποικίλλουν ανάλογα με τον οργανισμό και ενδέχεται να εξαρτώνται σε κάποιο βαθμό από το κατά πόσον οι έλεγχοι ήταν κατά κύριο λόγο αυτοματοποιημένοι πριν από την κρίση.
Τα διοικητικά συμβούλια, οι ελεγκτικές επιτροπές, και η διοίκηση πρέπει να αξιολογήσουν και να συνεχίσουν να παρακολουθούν ένα μεταβαλλόμενο περιβάλλον ελέγχου, συμπεριλαμβανομένων βασικών ελέγχων όπως ο διαχωρισμός καθηκόντων ή η πρόσβαση συστημάτων που μπορεί να εξασθενίσουν σε ένα ηλεκτρονικό εργασιακό περιβάλλον ή λόγω μετατόπισης εργατικού δυναμικού και διαχωρισμένων διαδικασιών.
Ενδέχεται να χρειαστεί να επανεξεταστούν με πρόσθετη προσοχή τα συμπεράσματα της έκθεσης και της εκτίμησης κινδύνου για να επαληθευτεί ότι ανταποκρίνονται κατάλληλα στις αλλαγές στον οργανισμό που έχουν συμβεί μετά την εμφάνιση του COVID-19.
Ο σχεδιασμός των δικλείδων εσωτερικού ελέγχου μπορεί να χρειαστεί επαναπροσδιορισμό. Η αξιολόγηση της λειτουργικής αποτελεσματικότητας των ελέγχων μπορεί να περιλαμβάνει σχέδιο για αυξημένα επίπεδα απομακρυσμένων ελέγχων.
Οι αλλαγές στο εργατικό δυναμικό και την απομακρυσμένη εργασία στην επιχείρηση ως αποτέλεσμα του COVID-19 μπορεί να αυξήσουν τις ελλείψεις του ελέγχου.
Τα τυπικά σχέδια επικοινωνίας μεταξύ των ανώτερων διευθυντικών στελεχών και των μελών του διοικητικού συμβουλίου μπορεί να χρειαστεί να επανεξεταστούν έτσι ώστε να παρέχεται έγκαιρη και έγκυρη πληροφόρηση.
Η επανεκτίμηση της απάτης και του κινδύνου εσφαλμένης χρηματοοικονομικής πληροφόρησης
Μερικά από τα βασικότερα παραδείγματα κινδύνων απάτης στις οικονομικές καταστάσεις που πρέπει να γνωρίζουν οι οργανισμοί, είναι η υπερεκτίμηση εσόδων, η υποεκτίμηση δικαιωμάτων και αποθεματικών, η χειραγώγηση αποτιμήσεων και απομειώσεων, η κεφαλαιοποίηση δαπανών και η αλλοίωση των αποτελεσμάτων.
Σε απάντηση σε αυτούς τους κινδύνους απάτης των οικονομικών καταστάσεων, η επιτροπή ελέγχου, η οποία έχει την ευθύνη για την εποπτεία της διαδικασίας χρηματοοικονομικής πληροφόρησης ενός οργανισμού, πρέπει να εξετάσει ορισμένα βασικά ζητήματα, όπως η φύση των προσαρμογών, καθώς και το λόγο για τον οποίο οι προσαρμογές μπορεί να θεωρηθούν ασήμαντες, και μη διορθωμένες, γεγονότα δηλαδή αυτά τα οποία δεν προκαλούν λογιστικές προσαρμογές.
Η χρήση εναλλακτικών μεθόδων μέτρησης επιδόσεων των επιχειρήσεων (εκτός των ΔΠΧΠ ή εκτός των GAAP) όπως το EBITDA και εάν αυτά ενδέχεται να παραπλανήσουν. Η αξιολόγηση του κατά πόσον οι δικλείδες του εσωτερικού ελέγχου είναι ικανοποιητικές ή πρέπει να επαναπροσδιοριστούν ως απάντηση στους κινδύνους απάτης, λόγω των νέων συνθηκών που επιβλήθηκαν για την αντιμετώπιση του COVID-19.
Η παρακολούθηση των κινδύνων απάτης ή των ακατάλληλων πρακτικών είναι κρίσιμη και η αξιοποίησή τους είναι σημαντική ως ευκαιρία μάθησης για την ενίσχυση των διαδικασιών εσωτερικού ελέγχου.
Όπου υπάρχουν διαφορετικές απόψεις μεταξύ της επιτροπής ελέγχου και της διοίκησης, πρέπει να υπάρχει διάλογος για τη γεφύρωση των διαφορών, παραδείγματα διαφορετικών προσεγγίσεων μπορεί να είναι η αξιοπιστία των εκτιμήσεων και των προβλέψεων σε σχέση με τις απόψεις της διοίκησης.
Οι επαγγελματίες ελεγκτές – λογιστές είναι απαραίτητο να λειτουργούν με επαγγελματικό σκεπτικισμό και διορατικότητα, δεδομένου των ραγδαίων εξελίξεων και της μεγάλης αβεβαιότητας που προκύπτει.
Εναπόκειται σε όλους τους επαγγελματίες ελεγκτές- λογιστές να διασφαλίσουν ότι είναι σε εγρήγορση για να ανταποκριθούν στις αυξημένες απαιτήσεις επαγγελματικής κατάρτισης, και οι εταιρείες καλούνται να αντιμετωπίσουν αποτελεσματικά τις αναδυόμενες συνθήκες που διαμορφώνονται από την πανδημία του COVID-19.