Στο μέτρο που το εισαγωγικό εμπόριο φθίνει, αναπτύσσονται στην ελληνική αγορά νεοφυείς επιχειρήσεις μεσαίου μεγέθους, ικανές να ανοίξουν δικές τους αγορές εντός και εκτός Ελλάδος.
Επί δεκαετίες επικράτησε ο μύθος ότι οι Έλληνες είμαστε καλοί έμποροι αλλά ανίκανοι να παράγουμε το ο,τιδήποτε. Το αφήγημα είναι ελκυστικά λογικοφανές. Μία μικρή χώρα δεν μπορεί να έχει μεγάλη βιομηχανική παραγωγή γιατί δεν έχει τους φυσικούς πόρους και τις υποδομές. Εξωστρεφείς, μορφωμένοι και πονηροί, οι Ελληνες θα γίνουμε έμποροι και στελέχη υπηρεσιών, αυτό μάς ταιριάζει.
Του Νίκου Μωραϊτάκη*
Με την οικονομική ύφεση να ξεγυμνώνει τις παθογένειες της ελληνικής οικονομίας, νομίζω αρχίζει να προκύπτει μία πολύ διαφορετική εικόνα.
Το εμπορικό σκέλος της οικονομίας στηριζόταν στην εισαγωγή και μεταπώληση προϊόντων, σε συνθήκες χαμηλού ανταγωνισμού και με καταναλωτές που ξόδευαν δανεικό πλούτο. Οι βασικές δεξιότητες του εμπορίου –logistics, οικονομίες κλίμακας, εξυπηρέτηση πελατών– έμειναν ατροφικές σε έναν κλάδο που δεν χρειάστηκε να τις εξασκήσει σε συνθήκες διεθνούς ανταγωνισμού.
Η απουσία αυτών των δεξιοτήτων φαίνεται έντονα στους κλάδους που θα μπορούσαν να είναι εξαγωγικοί.
Σε προϊόντα που έχουμε άνισο γεωγραφικό πλεονέκτημα, όπως το λάδι και το γιαούρτι, αλλά δυσκολευτήκαμε να δημιουργήσουμε αναγνωρίσιμα brands και να στήσουμε διεθνείς εμπορικές υποδομές. Αφήσαμε έτσι το μεγαλύτερο περιθώριο κέρδους σε ξένους διανομείς ή ανταγωνιστές. Αντίστοιχα, στις αγορές της ανατολικής Ευρώπης, οι ελληνικές επιχειρήσεις προσπάθησαν και μάλλον απέτυχαν να ανταγωνιστούν τους δυτικοευρωπαίους, παρά τα όποια αρχικά πλεονεκτήματα.
Παρόμοια εικόνα και στις υπηρεσίες. «Τα γκαρσόνια της Ευρώπης» ήταν η απαξιωτική φράση που δικαιολόγησε στο συλλογικό μας υποσυνείδητο την επιθυμία μας να γίνουμε δικηγόροι, διαφημιστές και τραπεζικά στελέχη, πουλώντας μέτριες υπηρεσίες σε μία μικρή και οικονομικά ασήμαντη αγορά, μακρυά από τον ανταγωνισμό των ξένων ομολόγων μας.
Τα γκαρσόνια τουλάχιστον χρειάζονται να έχουν καλύτερο τουριστικό προϊόν σε διεθνές επίπεδο, γι’ αυτό και έχτισαν έναν κλάδο που επιβιώνει και σηκώνει το βάρος του στο ΑΕΠ της χώρας.
Όχι, δεν είμαστε καλοί έμποροι, αλλά τοπικοί μεταπωλητές μετρίου αναστήματος, με χαμηλή τεχνολογία, κακή εξυπηρέτηση πελατών και περιθώρια κέρδους που στηρίζονταν σε μικροπαραβατικότητα, προστατευτισμό και αποφυγή μακροπρόθεσμων επενδύσεων. Όσο βγαίνουν χρήματα, είναι εύκολο να μπερδέψεις τον έξυπνο με τον οπορτουνιστή, την ανταγωνιστικότητα με την κουτοπονηριά.
Αντίθετα, στην παραγωγή εξαγώγιμων προϊόντων η εικόνα είναι πιο αισιόδοξη. Έχουμε αρκετές επιτυχημένες, υγιείς επιχειρήσεις που φτιάχνουν από καλλυντικά και τρόφιμα μέχρι βιομηχανική τεχνολογία και λογισμικό. Κάτι γίνεται. Το κοινό χαρακτηριστικό είναι η έμφαση στην παραγωγή για μεσαίου μεγέθους αγορές προϊόντων υψηλής διαφοροποίησης.
Η μαζική βιομηχανία έχει αποδημήσει στον αναπτυσσόμενο κόσμο. Όμως, οι πλούσιες αγορές της Δύσης δημιουργούν ζήτηση για προϊόντα χαμηλής μαζικότητας, τοπικής ιδιαιτερότητας ή υψηλής τεχνολογίας. Τέτοια προϊόντα, είτε πρόκειται για ποιοτικά εδέσματα, υπηρεσίες ιατρικού τουρισμού, προϊόντα αγροτεχνολογίας, ενεργειακή τεχνολογία ή εξειδικευμένο λογισμικό, μπορούμε να φτιάξουμε και ήδη φτιάχνουμε στην Ελλάδα.
Σε απόλυτα μεγέθη αυτοί οι κλάδοι είναι μικροί, έχουν όμως δυναμισμό. Θα μπορούσαν να αναπτυχθούν και να στηρίξουν την οικονομία με συνάλλαγμα και θέσεις εργασίας καλής ποιότητας. Αυτό που απαιτούν είναι μεσαίου μεγέθους επιχειρήσεις με μορφωμένο επιστημονικό προσωπικό, που υπάρχει στην Ελλάδα ή τώρα δουλεύει στο εξωτερικό και θα επιστρέψει ακόμη πιο καταρτισμένο να τις στελεχώσει.
Η σύγχρονη εμπορική τεχνολογία φέρνει αγορές-στόχους πιο κοντά. Έτσι, μία εταιρεία που μπορούσε να εξυπηρετήσει δέκα εκατομμύρια Έλληνες μπορεί τώρα να φτιάξει ένα προϊόν για τον ίδιο αριθμό πελατών διεθνώς. Αγορές που είναι πολύ μικρές για να ασχοληθούν μαζί τους οι αμερικανικοί και οι κινεζικοί κολοσσοί, μπορούν να αποτελέσουν προνομιακό πεδίο δράσης για ελληνικές εταιρείες.
Οι ανάγκες χρηματοδότησης τέτοιου τύπου εταιρειών είναι μετριοπαθείς και αυξάνονται σταδιακά. Ύστερα από μία δεκαετία χαμηλών επιτοκίων, πολύ χρήμα μετακινήθηκε σε venture capital funds που, λόγω συνωστισμού, αρχίζουν να αναζητούν ευκαιρίες σε περιφερειακές αγορές με επιστημονικό προσωπικό και μη ανεπτυγμένους τεχνολογικούς κλάδους. Εταιρείες μεσαίας και υψηλής τεχνολογίας στην Ελλάδα έχουν ήδη δείξει ότι η πρόσβαση σε αυτά τα κεφάλαια είναι ανοιχτή, φέρνοντας δεκάδες εκατομμύρια επενδύσεων από το εξωτερικό.
Ίσως το σημαντικότερο, αυτές είναι και οι δουλειές που δύσκολα θα αντικατασταθούν με ρομπότ και τεχνητή νοημοσύνη –μία ραγδαία εξέλιξη που θα αλλάξει τον κόσμο μέσα στην επόμενη δεκαετία. Για τον συμβολαιογράφο, τον φαρμακοποιό, τον διανομέα και τον χρηματιστή, η τεχνητή νοημοσύνη είναι υπαρξιακή απειλή. Για τον μηχανικό που σχεδιάζει ποτιστήρια ακριβείας στην Βόρεια Ελλάδα η τεχνητή νοημοσύνη είναι εργαλείο που πολλαπλασιάζει την παραγωγικότητά του. Στην νέα παγκόσμια οικονομία, βιομηχανία και μεγάλες επιχειρήσεις δεν σημαίνουν πλέον εργατιά και μαζικότητα. Σημαίνουν ποιοτικότερες, ασφαλέστερες δουλειές και ανταγωνιστική οικονομία.
Έπειτα από χρόνια ύφεσης, οι πιο εύθραυστες και εφήμερες δραστηριότητες καταρρέουν. Ό,τι επιζεί και αναπτύσσεται μάς δείχνει με τί θα μοιάζει το μέλλον μας.
Η εικόνα είναι μάλλον αισιόδοξη. Οι άνεργοι των 25-35 ετών σήμερα δεν θα (ξανα)γίνουν διαφημιστές και πωλητές ξένων προϊόντων στην τοπική αγορά. Θα δουλεύουν σε μεσαίου μεγέθους, υψηλής τεχνολογίας βιομηχανικές επιχειρήσεις, που φτιάχνουν προϊόντα χαμηλής μαζικότητας και υψηλής αξίας για διεθνείς αγορές.
Θα είναι μηχανικοί, επιστήμονες και στελέχη μεσαίου management σε λειτουργίες παραγωγής και τα προϊόντα τους θα τα εμπορεύονται συνάδελφοί τους στο εξωτερικό. Και αυτό θα είναι μία πολύ καλή εξέλιξη για τον τόπο.
*Πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος της Workable