Τον κίνδυνο για την ενεργοποίηση του δημοσιονομικού κόφτη μεγαλώνει μεσοπρόθεσμα το Brexit, αφού είναι βέβαιο ότι η έξοδος της τρίτης μεγαλύτερης οικονομίας και μέλους του G7 από την ΕΕ, θα επηρεάσει αρνητικά τις προοπτικές της – ούτως άλλως αναιμικής – ευρωπαϊκής ανάπτυξης.
Η οικονομική επιβράδυνση θα είναι γενική. Εκτός Ελλάδας, μεγάλες επιπτώσεις αναμένεται να έχουν Γερμανία, Βέλγιο, Ολλανδία και Λουξεμβούργο, που ήταν από τους βασικούς εμπορικούς εταίρους του Ηνωμένου Βασιλείου, εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Από αυτό θα επηρεαστούν και οι ελληνικές εξαγωγές, όχι μόνο προς την Μεγάλη Βρετανία (φτάνουν τα 2,5 δις ευρώ σε ετήσια βάση) αλλά και στο σύνολο των χωρών της ΕΕ.
Η ΤτΕ διαβεβαίωνε χθες ότι, σε χρηματοοικονομικό επίπεδο, η Ελλάδα έχει «προστατευτεί» από την φυγή καταθέσεων λόγω των κεφαλαιακών περιορισμών. Ωστόσο, επιπτώσεις θα έχουν οι ελληνικές τράπεζες, οι οποίες έχουν χρηματοοικονομικές σχέσεις περίπου 40 δις με τον Ηνωμένο Βασίλειο.
Και σε αυτόν τον τομέα, η πρόβλεψη είναι ότι οι απώλειες θα είναι βραχυπρόθεσμες, αφού σε λίγο καιρό οι αγορές χρήματος, που αφορούν κυρίως τα ομόλογα και κεφαλαίου, θα βρουν τις απαραίτητες ισορροπίες.
Οι επιπτώσεις στον τουρισμό από την ενδεχόμενη μείωση των περίπου 2 εκατομμυρίων Βρετανών που κάνουν διακοπές κάθε χρόνο στην χώρα μας, θα εμφανιστούν μάλλον από του χρόνου, αφού για τη φετινή περίοδο τα τουριστικά πακέτα έχουν κλείσει, με την ισοτιμία της λίρας προ του Brexit και κανείς δεν θα τολμήσει να ζητήσει αναπροσαρμογή. Ο φόβος βρίσκεται για την επόμενη περίοδο, η οποία ούτως ή άλλως είναι μακριά ακόμη.
Ακόμη και η ενδεχόμενη αύξηση των διδάκτρων για τα Βρετανικά πανεπιστήμια αναβλήθηκε τουλάχιστον για δύο χρόνια, με βάση μαρτυρίες Ελλήνων φοιτητών που σπουδάζουν στη χώρα.
ΕΌλα καλά λοιπόν; Μάλλον όχι, αφού η Ελλάδα περίμενε ένα θετικό αναπτυξιακά δεύτερο εξάμηνο του 2016, ώστε να περάσει σε θετικό ρυθμό ανάπτυξης από το 2017. Το θετικό πρόσημο στην ανάπτυξη, μάλλον θα αργήσει να έρθει και οι φόροι και οι ασφαλιστικές εισφορές που θα πρέπει να πληρωθούν το δεύτερο εξάμηνο του χρόνου, φτάνουν τα 42-25 δις ευρώ.
Χωρίς ανάκαμψη της οικονομίας, ελλοχεύει ο κίνδυνος για αστοχίες, που μπορούν να απειλήσουν την υλοποίηση του σχετικά χαμηλού δημοσιονομικού στόχου για πρωτογενές πλεόνασμα 0,5%.
Βεβαίως, ο στόχος είναι χαμηλός, αλλά η οικονομία ήταν σε ύφεση και το 2015 (0,2% του ΑΕΠ) και προβλέπονταν προ του Brexit ότι θα ήταν σε οριακή ύφεση 0,3% του ΑΕΠ και φέτος. Αν η ύφεση βαθύνει, τότε ακόμη και το μικρό πρωτογενές πλεόνασμα θα είναι πιο δύσκολο να επιτευχθεί.
Από την άλλη, η εκ των προτέρων αλλαγή του στόχου για πρωτογενές πλεόνασμα λόγω των επιπτώσεων του Brexit, θα πρέπει να αποκλειστεί για δύο λόγους. Ο πρώτος είναι ότι θα δικαίωνε το ΔΝΤ, που επιμένει ακόμη ότι το πρόγραμμα «δεν βγαίνει» χωρίς ελάφρυνση χρέους και θα φούντωνε ξανά το ευρωσκεπτικισμό για την λειτουργία της ΕΕ.
Ο δεύτερος και ίσως πιο επικίνδυνος για την Ελλάδα λόγος, είναι ότι υπάρχει ήδη έτοιμη η λύση του κόφτη που έχει πλέον ενσωματωθεί ήδη στο μνημόνιο.
Εκτός αυτού όμως, θα πρέπει να ξεκαθαριστεί γρήγορα με τα 17 δις ευρώ που εισφέρει κάθε χρόνο η Μεγάλη Βρετανία στο κοινοτικό προϋπολογισμό, αφού συνδέονται με τα χρήματα που μοιράζονται στις λήπτριες χώρες όπως η Ελλάδα για αναπτυξιακές δράσεις, αγροτικές επιδοτήσεις και την χρηματοδότηση της διαχείρισης του προσφυγικού κύματος.