Ειδικά ως προς το ζήτημα των εξορύξεων, η Τουρκία έχει μια αναθεωρητική ερμηνεία του διεθνούς δικαίου της θάλασσας, υποστηρίζοντας ότι τα νησιά δεν διαθέτουν δική τους αυτοτελή υφαλοκρηπίδα και ΑΟΖ και ότι αυτό το δικαίωμα αφορά τους μεγάλους ηπειρωτικούς όγκους. Σε αυτή τη βάση αρνείται ότι τα ελληνικά νησιά, αλλά η Κύπρος διαθέτουν αυτοτελή υφαλοκρηπίδα και ΑΟΖ. Βέβαια, ειδικά ως προς την Κύπρο έχει και μια δεύτερη γραμμή επιχειρηματολογίας, σύμφωνα με την οποία το πρόβλημα με την Κυπριακή ΑΟΖ είναι ότι η Κυπριακή Δημοκρατία δεν έλαβε υπόψη τα δικαιώματα των Τουρκοκυπρίων και του «ψευδοκράτους».
Οι διεκδικήσεις αυτές της Τουρκίας έχουν ταυτόχρονα αυτοτελή χαρακτήρα και επιχειρηματολογία αλλά και διατυπώνονται εν συνόλω στο πλαίσιο μιας υποτίθεται πάντα ανοιχτής πρότασης για συζήτηση με την ελληνική πλευρά εφ’ όλης της ύλης στην οποία υποτίθεται ότι θα μπορέσει βρεθεί κοινό έδαφος με αμοιβαίες υποχωρήσεις σε όλα τα βασικά ζητήματα.
Η στρατηγική αυτή της Τουρκίας φάνηκε να βρίσκεται μια ορισμένη δικαίωση μέσα από το τουρκολιβυκό μνημόνιο για την αμοιβαία χάραξη ορίων τις ΑΟΖ, με βάση την τουρκική θέση ότι ούτε τα νησιά του Αιγαίου ούτε η Κύπρος έχουν αυτοτελή ΑΟΖ. Ανεξαρτήτως του γεγονότος ότι η κίνηση αυτή θα πρέπει να συνδυαστεί και με ανάλογες χαράξεις με άλλες χώρες όπως η Αίγυπτος, για να αποτελεί όντως κίνηση χάραξης ΑΟΖ, χώρες που μέχρι τώρα δεν συναινούν, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η Τουρκία βρήκε στο πρόσωπο της διεθνώς αναγνωρισμένης κυβέρνησης της Λιβύης, κυβέρνηση την οποία έχει στηρίξει με αποστολή στρατιωτικού εξοπλισμού και μισθοφόρων από τη Συρία, το συνομιλητή στην περιοχή για να δείξει ότι έχουν βαρύτητα οι απόψεις της.
Ο στόχος της διαπραγμάτευσης
Προφανώς και η Τουρκία γνωρίζει ότι οι μονομερείς ενέργειες έχουν όρια, όμως, δείχνει να πιστεύει ότι προϋπόθεση για να υπάρξει η εφ’ όλης της ύλης διαπραγμάτευση την οποία επιδιώκει είναι να δείξει ότι είναι διατεθειμένη να κάνει πράξη αυτά που υποστηρίζει.
Αυτό εξηγεί και το γιατί η υπόθεση της τουρκολιβυκής συμφωνίας έπρεπε να συνδυαστεί με προσπάθεια της Τουρκίας να δείξει ότι την κάνει και πράξη. Διαφορετικά ο όποιος συμβολικός αντίκτυπος είχε η αρχική ανακοίνωση σύντομα θα εξαντλείτο και η ίδια θα έδινε την εντύπωση να φέρεται ως εάν να εκτιμά ότι δεν έχει πραγματικό έρεισμα η διεκδίκησή της.
Αυτό εξηγεί το γιατί η Άγκυρα προχωράει στο διαμοιρασμό «οικοπέδων» προς εκμετάλλευση στη ζώνη που αυθαίρετα διεκδικεί ως τμήμα της Τουρκικής ΑΟΖ. Ο διαμοιρασμός οικοπέδων και η παράλληλη αδειοδότηση ερευνών σε αυτή την περιοχή εντάσσεται στην προσπάθεια να δείξει ότι κινείται με βάση μια ορισμένη «νομιμότητα» και στο πλαίσιο των κυριαρχικών δικαιωμάτων της.
Φυσικά, με αυτό τον τρόπο επιθυμεί να δοκιμάσει και τα αντανακλαστικά της ελληνικής πλευράς. Γι’ αυτό και ανακοινώνει ότι σύντομα θα ξεκινήσουν σεισμικές έρευνες και μάλιστα σε περιοχής που είναι όχι μόνο εντός των εκτάσεων που η Ελλάδα θεωρεί ότι ανήκουν με βάση το Διεθνές Δίκαιο της Θάλασσας στην ελληνική υφαλοκρηπίδα αλλά και είναι πολύ κοντά στα χωρικά ύδατα (τα 6 ν.μ. από τις ακτές των νησιών).
Η πρόκληση των σεισμικών ερευνών
Από τη μεριά τους, οι σεισμικές έρευνες παραδοσιακά εντάσσονται σε ένα είδος κλιμακούμενης πρόκληση. Στο βαθμό που πρόκειται για διεθνή ύδατα η διέλευση των ερευνητικών σκαφών επιτρέπεται, όμως η πάγια θέση της ελληνικής πλευράς είναι ότι οι σεισμικές έρευνες αφορούν την υφαλοκρηπίδα και άρα παραβιάζουν ελληνικά κυριαρχικά δικαιώματα (σημειώνουμε εδώ ότι με βάση το διεθνές δίκαιο της θάλασσας η υφαλοκρηπίδα θεωρείται κυριαρχική δικαίωμα που υπάρχει ούτως ή άλλως και δεν απαιτεί ανακήρυξη, σε αντίθεση με την ΑΟΖ που απαιτεί ανακήρυξη και χάραξη). Σε αυτή την περίπτωση, η κατεύθυνση είναι η παρενόχληση ή και παρεμπόδιση των σχετικών ερευνών από πλοία του Πολεμικού Ναυτικού.
Θυμίζουμε ότι τον Οκτώβριο του 2018 η φρεγάτα Νικηφόρος Φωκάς παρακολούθησε στενά την απόπειρα του ερευνητικού σκάφους Μπαρμπαρός να κάνει σεισμικές έρευνες στα όρια της ελληνικής υφαλοκρηπίδας, με την Άγκυρα να καταγγέλλει ότι παρενοχλήθηκε το τουρκικό σκάφος. Πιο πρόσφατα, τον Ιανουάριο του 2020 είχαμε το περιστατικό με το τουρκικό ερευνητικό σκάφος να κινείται και πάλι στα όρια της υφαλοκρηπίδας, πριν απομακρυνθεί από αυτή.
Τώρα, όμως δεν μιλάμε για προσπάθειες έρευνας στα όρια της ελληνικής υφαλοκρηπίδας και δη σε τμήματα που οριοθετούνται με βάση το σύμπλεγμα του Καστελόριζου και που θα μπορούσαν να θεωρηθούν απομακρυσμένα από τον κύριο όγκο της ελληνικής επικράτειας. Τώρα η Τουρκία επιδιώκει να κάνει έρευνα σε μικρή απόσταση από τα ελληνικά χωρικά ύδατα και άρα η πρόκληση είναι σαφώς μεγαλύτερη.
Η πρόκληση έρχεται να συμπληρώσει τη συνεχιζόμενη αμφισβήτηση της ΑΟΖ της Κυπριακής Δημοκρατίας. Εκεί μετά την αποχώρηση των ξένων εταιρειών, κυρίως επειδή αναθεωρούνται τα επενδυτικά σχέδια στον παγκόσμιο κλάδο των καυσίμων, εξαιτίας της παγκόσμιας ύφεσης και της μειωμένης ζήτησης, έχουμε φτάσει στο σημείο να συνεχίζονται μόνο οι τουρκικές απόπειρες ερευνητικών γεωτρήσεων.
Τα όρια των τουρκικών σχεδιασμών
Εάν σε αυτά προσθέσουμε τον τρόπο που η Τουρκία προσπαθεί να εκμεταλλευτεί το νέο συσχετισμό που διαμορφώνεται στην Λιβύη, όπως και τα βήματα επαναπροσέγγισης με τις ΗΠΑ για να ισχυροποιήσει τη θέση της, καταλαβαίνουμε ότι η Τουρκία επιδιώκει να διαμορφώσει μια συνθήκη όπου θα μπορέσει να σπρώξει τα πράγματα στο στόχο της εφ’ όλης της ύλης διαπραγμάτευσης, συνδυάζοντας τη δημιουργία τετελεσμένων και την προσπάθεια να δείξει ότι κάθε άλλο παρά απομονωμένη είναι.
Βέβαια, αυτό που δεν απαντάει η Τουρκία είναι τι θα γίνει εάν ανεξαρτήτως των δικών της ερευνών υποχωρήσει το ενδιαφέρον για τις εξορύξεις στην περιοχή. Ας μην ξεχνάμε ότι πέραν της συγκυριακής υποχώρησης της ζήτησης υπάρχει και ο ορίζοντας των μεγάλων περιορισμών στη χρήση ορυκτών καυσίμω, για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής, κάτι που επίσης θα σημαίνει μικρότερη διάθεση των πολυεθνικών των εξορύξεων και της ενέργειας να επενδύσουν σε περιοχές όπου ακόμη δεν έχει φανεί η πραγματική δυναμική και το πραγματικό κόστος εξόρυξης.