Αν οι επιχειρήσεις της χώρας δεν μάθουν να δημιουργούν αγορές εκτός αυτής και αν οι κάτοικοί της δεν παρατήσουν την ομφαλοσκόπηση, τότε δεν θα αποφύγουμε να καταντήσουμε «ναυάγιο που επιπλέει».
Τον τελευταίο καιρό η ορχήστρα των σοσιαλιζόντων, Αμερικανών κυρίως, οικονομολόγων με ή χωρίς Βραβεία Νόμπελ, δίνει τα ρέστα της.
Του Αθαν. Χ. Παπανδρόπουλου
Δεν περνά ημέρα που σε κάποια εφημερίδα ή περιοδικό να μην υπάρχει άρθρο που να συνηγορεί για την ελάφρυνση του ελληνικού χρέους, χωρίς όμως να εξηγείται πώς μπορεί να γίνει αυτή.
Απλώς, γενικά και αόριστα, εγκαλούνται οι Ευρωπαίοι εταίροι και δανειστές της χώρας μας να «χαρίσουν» κάποια δισεκατομμύρια ευρώ στην Ελλάδα για να σταματήσει η λιτότητα.
Στο ίδιο μήκος κύματος κινείται και ο πρωθυπουργός κ. Αλέξης Τσίπρας –για τον οποίο η ελάφρυνση του χρέους αποτελεί ύπατο στόχο της κυβερνήσεώς του. Αλλά ούτε και ο κύριος πρωθυπουργός δίνει πολλές λεπτομέρειες γύρω από το θέμα, που έτσι κι αλλιώς δεν είναι καθόλου απλό. Όπως φυσικά δεν είναι διόλου βέβαιον ότι ακόμα και η πλήρης διαγραφή του χρέους θα οδηγούσε την χώρα στην άρση της λιτότητας.
Γιατί αυτό δεν μπορεί να συμβεί δεν το λέμε εμείς, αλλά το περιγράφει πολύ αδρά ο επίσης σοσιαλίζων Αμερικανός καθηγητής Νουριέλ Ρουμπίνι, ο οποίος σε παλαιότερη ομιλία του στην Αθήνα ξεκαθάρισε ότι «η Ελλάδα έχει πρωτίστως θέμα παραγωγής και δημιουργίας πλούτου και έπεται το θέμα της διευθετήσεως του χρέους».
Ο Αμερικανός καθηγητής τόνισε ότι «η Ελλάδα έχει άμεση ανάγκη υψηλής προστιθέμενης αξίας επενδύσεων, οι οποίες από την πλευρά τους προϋποθέτουν μακροοικονομική σταθερότητα –σταθερό φορολογικό περιβάλλον, διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις σε επίπεδο θεσμών και διακυβερνήσεως και ομαλή λειτουργία της απονομής δικαιοσύνης».
Επίσης, ο Ν. Ρουμπίνι είπε ότι «είναι απαραίτητο η εγχώρια αναπτυξιακή προσπάθεια να είναι προσανατολισμένη προς την παγκοσμιοποίηση, γεγονός που απαιτεί την δημιουργία αγορών».
Με αυτή την τελευταία του παρατήρηση ο Αμερικανός καθηγητής έθετε, εμμέσως πλην σαφώς, το θέμα της δυνάμεως δημιουργίας αγορών, στρατηγική που συνδέει άμεσα την καινοτομία με την ανάπτυξη. Παράλληλα, όμως, είναι και το μοναδικό σοβαρό μέσο που μπορεί να προωθήσει την εξωστρέφεια.
«Οι επενδύσεις που δημιουργούν αγορές», έγραψε ο Κλαίητον Κρίστερσεν, καθηγητής Διοικήσεως Επιχειρήσεων του Χάρβαρντ, «χρειάζονται δύο πράγματα: έναν επιχειρηματία ο οποίος σημειώνει την ανεκπλήρωτη ανάγκη πελατών και την παρουσία μίας οικονομικής πλατφόρμας –δηλαδή μία κατάλληλη τεχνολογία ή ένα χαρακτηριστικό στο προϊόν ή στο επιχειρηματικό μοντέλο που φέρνει σημαντικά πλεονεκτήματα στις οικονομίες κλίμακας.
Η υπηρεσία M-Pesa στην Κένυα, για παράδειγμα, έχει καταφέρει να αντιμετωπίσει την έλλειψη της κατανάλωσης τραπεζικών υπηρεσιών σε ολόκληρη την χώρα με την χρήση της τηλεπικοινωνιακής πλατφόρμας της κινητής τηλεφωνίας.
Όταν το M-Pesa κυκλοφόρησε το 2007, λιγότεροι από το 20% των Κενυατών χρησιμοποιούσαν τις τράπεζες. Σήμερα το κάνουν περισσότεροι από το 80%».
Κατά τον Κλ. Κρίστερσεν, για να είναι αποτελεσματική η δυναμική της δημιουργίας αγορών, η καινοτομία θα πρέπει να έχει βιώσιμο χαρακτήρα, να είναι αποδοτική και να μπορεί γρήγορα να γίνεται φθηνή. Είναι όμως ανάγκη να συνοδεύεται και από σοβαρές καινοτομικές θεσμικές μεταρρυθμίσεις.
Στο πλαίσιο αυτής της καινοτομικής λογικής, ο Γάλλος σύμβουλος επιχειρήσεων Φιλίπ Λεντάν, σε μία ανοικτή συζήτηση που είχαμε πριν λίγο καιρό σε ευρωπαϊκή εκδήλωση στις Βρυξέλλες για την επιχειρηματικότητα, μάς είπε ότι «χωρίς την καλλιέργεια καινοτόμου επιχειρηματικού πνεύματος στο εσωτερικό μιας χώρας, οι προσπάθειες για δημιουργία αγορών θα είναι εξαιρετικά δύσκολες.
Ειδικά στην Ελλάδα, πρέπει να ξεχάσετε ότι η ανάκαμψη και η ανάπτυξη μπορούν πλέον να προέλθουν από την οικοδομή και την κατανάλωση.
Έξοδος από την κρίση σημαίνει απόρριψη αυτής της λογικής. Το παρελθόν δεν βοηθά την αποκρυπτογράφηση του μέλλοντος. Οι νέες ανάγκες απαιτούν και νέες επιχειρήσεις. Αυτό είναι σήμερα το πρόβλημα».
Όπως υποστηρίζει ο καθηγητής Κλ. Κρίστερσεν, «οι περισσότερες εξηγήσεις για την οικονομική ανάπτυξη επικεντρώνονται στις συνθήκες ή στα κίνητρα σε παγκόσμιο ή εθνικό επίπεδο. Συσχετίζουν την ευημερία με παράγοντες όπως η γεωγραφία, η δημογραφία, οι φυσικοί πόροι, η πολιτική ανάπτυξη, η εθνική κουλτούρα ή οι επίσημες πολιτικές επιλογές.
Άλλες εξηγήσεις λειτουργούν σε επίπεδο κλάδων, προσπαθώντας να εξηγήσουν γιατί ορισμένοι τομείς ευημερούν περισσότερο από άλλους.
Στο τέλος της ημέρας, ωστόσο, δεν είναι οι κοινωνίες, οι κυβερνήσεις ή οι βιομηχανίες που δημιουργούν θέσεις εργασίας, αλλά οι εταιρείες και οι ηγέτες τους. Είναι οι επιχειρηματίες και οι επιχειρήσεις που επιλέγουν να ξοδέψουν ή όχι, να επενδύσουν ή όχι, να προσλάβουν ή όχι».
Στην Ελλάδα του κρατισμού, όμως, απέχουμε πολύ από τού να μπορέσουμε να μπούμε σε μία φάση μεταμορφωτικής οικονομικής αναπτύξεως, με άμεση συνέπειά της την τόσο επιθυμητή κοινωνική ευημερία. Έτσι, αν δεν βρούμε την δύναμη δημιουργίας νέων αγορών, όσο χρέος και αν μάς χαρίσουν η κατάσταση θα παραμένει ακίνητη –όπως και η κοινωνία.
Με τον τρόπο αυτόν, όπως πολύ εύστοχα παρατηρούν δύο διαπρεπείς οικονομολόγοι, οι Δημήτρης και Χρήστος Α. Ιωάννου, η χώρα θα μοιάζει με «ναυάγιο που επιπλέει» και στην περίπτωση αυτή αρκετοί είναι αυτοί που γνωρίζουν την κατάληξη…