Πολιτικοί αναλυτές χαρακτηρίζουν ως θέατρο του παραλόγου όσα επισυμβαίνουν στο εσωτερικό πολιτικό σκηνικό της Ιταλίας. Ενώ η χώρα δίνει μάχη για τη διάσωση των τραπεζών, την καταπολέμηση της προσφυγικής κρίσης και την περιστολή του κρατικού χρέους, έχουν ξεκινήσει εσωκομματικές ίντριγκες και πόλεμος χαρακωμάτων για το πότε η χώρα θα αποκτήσει νέα εκλεγμένη κυβέρνηση, ακόμη κι αν οι Ιταλοί είναι ικανοποιημένοι με τον Πάολο Τζεντιλόνι, που ανέλαβε τα ηνία από τον Ματέο Ρέντσι μετά το αποτυχημένο δημοψήφισμα.
Από καιρό αναμενόμενη παραίτηση Ρέντσι
Ιδιαίτερα στο εσωτερικό της κεντροαριστεράς η κατάσταση έχει φτάσει σε οριακό σημείο. Το πρωί ξεκίνησε η συνέλευση του Δημοκρατικού Κόμματος, από το οποίο θα πρέπει να προκύψει ημερομηνία έκτακτου συνεδρίου.
Παίρνοντας τον λόγο ο πρώην πρωθυπουργός Ρέντσι έσπευσε να εξαγγείλει την παραίτησή του, «Αλλά κανείς δεν μπορεί να με εμποδίζει να ξαναβάλω υποψηφιότητα», ανέφερε, σύμφωνα με τη Deutsche Welle.
Κάλεσε μάλιστα το κόμμα να παραμείνει ενωμένο. «Έξω μας θεωρούν τρελούς, σήμερα προέχει ο διάλογος, αλλά αμέσως μετά συνεχίζουμε την πορεία μας», τόνισε. Η παραίτηση Ρέντσι ήταν από καιρό αναμενόμενη, μάλιστα σύμφωνα με το καταστατικό έπρεπε να παραιτηθεί για να εκλεγεί νέος γενικός γραμματέας του κόμματος στο συνέδριο.
Εξίσου πιθανή θεωρείται όμως η επανεκλογή του στο ίδιο αξίωμα και η νέα υποψηφιότητά του για πρωθυπουργός στις επόμενες εκλογές, το αργότερο αρχές του 2018.
Το κρίσιμο ερώτημα είναι αν το κόμμα θα καταφέρει να αποφύγει την διάσπαση. Η αριστερή μειοψηφία του συναντήθηκε χθες σε θέατρο της Ρώμης και επανέλαβε ότι δεν εννοεί να διαγράψει τα ιδεώδη και τις αρχές της. Στις τελευταίες επαφές της μειοψηφίας με τον Ρέντσι επιχειρήθηκε ο εξής συμβιβασμός. Να διαρκέσει η κυβέρνηση του Πάολο Τζεντιλόνι μέχρι το 2018 και να μην γίνουν πρόωρες εκλογές, ώστε να αποφευχθεί και η διάσπαση του κόμματος.
Ο κίνδυνος διάσπασης παραμένει
Προσφυγικό, κρίση τραπεζών, κρατικό χρέος, αλλά τα κόμματα θέλουν…εκλογές. Και ο Ρέντσι περισσότερο από όλους.
Το θέμα, όμως, είναι σαφώς βαθύτερο. Το μεγάλο ερώτημα είναι: μετά την ήττα στο συνταγματικό δημοψήφισμα του Δεκεμβρίου ο Ματέο Ρέντσι μπορεί να συνεχίσει να ηγείται της κεντροαριστεράς; Μπορεί να βρει τρόπο να δημιουργήσει γέφυρες συνεργασίας με όσους έχουν διαφωνήσει ανοικτά;
Οι εσωκομματικοί του αντίπαλοι, όπως ο Πιερλουίτζι Μπερσάνι και ο Μάσσιμο Ντ΄Αλέμα, πάντως, είναι έτοιμοι να φύγουν, εν ονόματι μιας «πραγματικής αριστεράς». Παράλληλα, ο Ρέντσι πρέπει να υπoλογίσει και το ρίσκο των δημοτικών εκλογών του Ιουνίου, διότι μια νέα ήττα, μετά και από τυχόν διάσπαση, θα ήταν, σίγουρα, πολύ βαριά. Και την ίδια ώρα, το βλέμμα όλων, φυσικά, είναι στραμμένο και στις βουλευτικές εκλογές, όταν τελικά αυτές προκηρυχθούν: αν το κόμμα μείνει ενωμένο, αλλά το κλίμα δεν βελτιωθεί, πολλοί «αντάρτες» της μειοψηφίας, πιθανότατα δεν θα συμπεριληφθούν στα ψηφοδέλτια. Αλλά αν, από την άλλη, οι Δημοκρατικοί, στο μεταξύ διασπασθούν, σίγουρα δεν θα μπορούν να φιλοδοξούν να αναδειχθούν σε πρώτη δύναμη της χώρας, και να κερδίσουν το πολύτιμο «μπόνους εδρών» που προβλέπει ο εκλογικός νόμος για την βουλή.