Η αντίθετη πορεία που έχουν ακολουθήσει το τελευταίο διάστημα οι μετοχές στο Χρηματιστήριο Αθηνών και τα ελληνικά ομόλογα έχει προκαλέσει αίσθηση στην αγορά, ειδικά τη στιγμή που το περιβάλλον γύρω από την ελληνική οικονομία και οι προοπτικές για τις επιχειρήσεις και τις επενδύσεις έχουν βελτιωθεί σημαντικά μετά τις εκλογές και τη νίκη της Νέας Δημοκρατίας.
Σύμφωνα με δημοσέυμα του capital.gr, ενώ οι αποδόσεις των ελληνικών ομόλογων καταγράφουν διαρκώς νέα ιστορικά χαμηλά, το Χ.Α., μετά το εντυπωσιακό ράλι που σημείωσε έως τα τέλη Ιουλίου και το οποίο έφερε τον Γενικό Δείκτη στις 900 μονάδες, έχει βρεθεί σε κλοιό έντονων πιέσεων και στασιμότητας στη συνέχεια, κατεβάζοντας σημαντικά ταχύτητα, αν και τις τελευταίες ημέρες έδειξε σημάδια “άμυνας” και ανάκτησης δυνάμεων. Πάντως, το Ελληνικό Χρηματιστήριο συνεχίζει να σημειώνει τις υψηλότερες αποδόσεις διεθνώς από τις αρχές του έτους, οι οποίες φτάνουν το 39%, σε σχέση με το +20% που καταγράφει ο ρωσικός δείκτης RTSI το ίδιο διάστημα, ο οποίος και έρχεται δεύτερος σε κέρδη παγκοσμίως.
Πολλοί πλέον αναρωτιούνται γιατί η εγχώρια αγορά μετοχών δεν μπόρεσε να ακολουθήσει τους ρυθμούς της αγοράς ομολόγων τον τελευταίο μήνα περίπου, ειδικά δεδομένου ότι δεν υπάρχουν κακά νέα στο επίκεντρο που να δικαιολογούν τις επιδόσεις του Χρηματιστηρίου, ενώ τα δεδομένα –μετά και την πλήρη άρση των capital controls, η οποία οδηγεί σε επιστροφή της κανονικότητας στο Χ.Α.– είναι ακόμα πιο θετικά από αυτά που ίσχυαν στα τέλη Ιουλίου.
Εκτός από τη σημαντική υποχώρηση του κόστους δανεισμού του ελληνικού Δημοσίου (άνω του 60% από τις αρχές του έτους), μακροοικονομικοί δείκτες συνεχίζουν να βελτιώνονται, το σχέδιο του ΤΧΣ για τη μείωση των “κόκκινων” δανείων των τραπεζών προχωρά και αναμένεται να εγκριθεί από την DGCom στις επόμενες εβδομάδες, ενώ οι τράπεζες προχωρούν και με τα δικά στους σχέδια για τα NPEs, οι ιδιωτικοποιήσεις επιταχύνονται, το σχέδιο διάσωσης της ΔΕΗ είναι έτοιμο και τα μηνύματα από τους διεθνείς οίκους για την πολιτική της νέας κυβέρνησης και τις προοπτικές της οικονομίας είναι θετικά.
Γιατί “τρέχουν” τα ελληνικά ομόλογα
Το ράλι των ομολόγων αποδεικνύει πως δεν υπάρχει κάποια τάση φυγής των επενδυτικών χαρτοφυλακίων από τα ελληνικά assets. Αντίθετα, αποτελεί απόδειξη πως τα ελληνικά assets έχουν ευθυγραμμιστεί με τις εξελίξεις στο εξωτερικό.
Το τρέχον περιβάλλον είναι άκρως ευνοϊκό για τα ομόλογα. Οι φόβοι γύρω από την παγκόσμια οικονομία έχουν ενισχύσει σημαντικά τις προσδοκίες των επενδυτών για γενναίες κινήσεις χαλάρωσης της νομισματικής πολιτικής διεθνώς, και ειδικά της ΕΚΤ (με την οικονομία της Γερμανίας να φλερτάρει με την ύφεση), η οποία αναμένεται ευρέως να ανακοινώσει ακόμα και τον Σεπτέμβριο έναν νέο γύρο ποσοτικής χαλάρωσης. Αυτή η εξέλιξη είναι απόλυτα ευνοϊκή για τα ευρωπαϊκά ομόλογα, τα οποία θα δουν τις αποδόσεις τους να πιέζονται ακόμα περισσότερο, έστω και αν οι περισσότεροι τίτλοι της περιοχής βλέπουν τα yields τους να κινούνται σε ιστορικά χαμηλά και ακόμα και σε αρνητικά επίπεδα.
Ωφέλειες
Έτσι εξηγείται και η στροφή των επενδυτών προς τα ομόλογα, η οποία και έχει ωφελήσει σημαντικά τους ελληνικούς τίτλους, καθώς οι όλο και χαμηλότερες αποδόσεις σημαίνουν όλο και υψηλότερες τιμές, γεγονός που μαγνητίζει τα βλέμματα των funds, τα οποία αγοράζουν ακόμα και ομόλογα με αρνητική απόδοση. Αυτό σε συνδυασμό με τις θετικές εξελίξεις στο πολιτικό σκηνικό της Ιταλίας, καθώς και την πολύ θετική εξέλιξη για το επενδυτικό κλίμα στην Ελλάδα μετά την πλήρη άρση των capital controls, έστειλαν την απόδοση του ελληνικού 10ετούς ομολόγου κοντά στο 1,6% για πρώτη φορά στην ιστορία.
Όπως εκτιμά η Capital Economics, η πτώση των αποδόσεων των ελληνικών ομολόγων θα συνεχιστεί και στους επόμενους μήνες. Το τρέχον ράλι οφείλεται στην ανακοίνωση της κυβέρνησης για την πλήρη άρση των ελέγχων κεφαλαίων από την 1η Σεπτεμβρίου, νωρίτερα από ό,τι ανέμεναν οι αγορές, καθώς και λόγω του αντίκτυπου από την πτώση των αποδόσεων των ιταλικών ομολόγων. Το επόμενο διάστημα, όπως προσθέτει, αναμένεται περαιτέρω βελτίωση στα ελληνικά ομόλογα, καθώς η ΕΚΤ πρόκειται να ανακοινώσει νέο γύρο ποσοτικής χαλάρωσης τον Σεπτέμβριο, ο οποίος θα ξεκινήσει τον Νοέμβριο, και αυτό θα πιέσει προς τα κάτω τις αποδόσεις σε όλα τα ομόλογα της Ευρωζώνης. Αν και η Ελλάδα δεν θα συμμετέχει στο QE λόγω του ότι δεν κατέχει “επενδυτική βαθμίδα”, ωστόσο αναμένεται να επωφεληθεί από τις τάσεις που θα επικρατούν στις αγορές.
Σύμφωνα με τον Nick Wall, διαχειριστή χαρτοφυλακίου της Merian Global Investors, ο οποίος έχει θέσεις σε ελληνικά ομόλογα, ο κόσμος θα συνεχίσει να αγοράζει ελληνικά ομόλογα λόγω των θετικών αποδόσεων. Όπως προσθέτει, η αυξανόμενη εμπιστοσύνη αντανακλά το υγιές δημοσιονομικό πλεόνασμα της Ελλάδας και τη διάθεση συνεργασίας που έχει η νέα κυβέρνηση με τους θεσμούς της Ε.Ε. “Αυτό που δεν ήθελαν να δουν οι αγορές είναι μια νέα κυβέρνηση να πηγαίνει κόντρα στις επιθυμίες των Ευρωπαίων εταίρων. Η άρση των capital controls ήταν αναμενόμενη, αλλά το ότι έγινε έπειτα από διαβούλευση με τις Αρχές της Ε.Ε. ήταν ένα θετικό σημάδι”, σημειώνει.
Σύμφωνα με τον Ricardo Garcia, επικεφαλής οικονομολόγο για την περιοχή της Ευρωζώνης στην UBS Global Wealth Management, η αγορά πιστεύει στο μεταρρυθμιστικό πρόγραμμα της νέας κυβέρνησης, ενώ, όπως εκτιμά, το ελληνικό χρέος θα συνεχίσει να μειώνεται, εκτός εάν σημειωθεί μια σοβαρή παγκόσμια ύφεση.
Ποιες είναι οι αιτίες
– Διεθνές κλίμα
Η πρώτη απάντηση στα παραπάνω είναι πως τα ελληνικά assets έχουν ευθυγραμμιστεί απόλυτα με την τάση που κυριαρχεί στις διεθνείς αγορές, ειδικά τον Αύγουστο, ο οποίος είναι ένας μήνας χαμηλών συναλλαγών και ιστορικά για το Χ.Α. είναι πτωτικός. Η αρχή του φετινού Αυγούστου –και έως τα μέσα του περίπου– ήταν επεισοδιακή για τις διεθνείς αγορές. Όπου και εάν έστρεφαν το βλέμμα οι επενδυτές, έβλεπαν αβεβαιότητα και κινδύνους: κορύφωση του εμπορικού πολέμου λόγω της ενίσχυσης των εντάσεων ΗΠΑ-Κίνας, Brexit, νέα πολιτική αβεβαιότητα στην Ιταλία, διαδηλώσεις στο Χονγκ Κονγκ, πολιτική ανατροπή στην Αργεντινή και βουτιά του πέσο, φόβοι για ύφεση στην παγκόσμια οικονομία. Ως συνέπεια, εγκατέλειψαν το ρίσκο των μετοχών και στράφηκαν προς τα ασφαλή επενδυτικά καταφύγια, όπως ο χρυσός. Σε αυτό το δύσκολο διεθνές σκηνικό, το Ελληνικό Χρηματιστήριο, τη στιγμή που πάνω από το 60% της κεφαλαιοποίησής του βρίσκεται στα “χέρια” ξένων χαρτοφυλακίων, δεν ήταν δυνατόν να αυτονομηθεί, με τους ξένους επενδυτές να “γυρίζουν” την πλάτη και στις ελληνικές μετοχές.
– Ρηχότητα, “επιδρομή” των shorts
Ένας δεύτερος λόγος, ο οποίος και εξηγεί τη δυσκολία “αυτονόμησης” του Χ.Α. σε σχέση με τις διεθνείς τάσεις, είναι πως η ελληνική αγορά παραμένει ρηχή και, άρα, εγκλωβισμένη σε ακραίες διακυμάνσεις, οι οποίες μπορεί να προκληθούν από μικρές επενδυτικές κινήσεις. Αν και ο τζίρος έχει ξεκολλήσει από το επίπεδο των 30-40 εκατ. ευρώ ημερησίως που κατέγραφε το προηγούμενο έτος, ακόμη απέχει πολύ από το να κινηθεί σε επίπεδα άνω των 100 εκατ. ευρώ, που δείχνουν μια αγορά η οποία έχει ρευστότητα και μπορεί να κινείται με “υγιείς” ρυθμούς. Ως εκ τούτου, εύκολα αποτελεί στόχο των κυνηγών γρήγορων κερδών αλλά και των shorts. Δεν είναι τυχαίο που από τον Ιούλιο, και μετά το ισχυρό μετεκλογικό ράλι, τα short funds σε συχνά χρονικά διαστήματα προχώρησαν σε αύξηση των αρνητικών καθαρών τους θέσεων στις μετοχές των ελληνικών τραπεζών, καθώς και στη ΔΕΗ, τις οποίες και διατηρούν σταθερές από τις 14 Αυγούστου, οπότε δηλαδή ξεκίνησε και η μικρή ανάκαμψη της αγοράς από τις 792 μονάδες, όπου βρέθηκε και έπειτα από πτώση 100 μονάδων από τα τέλη Ιουλίου, έως σήμερα, που κινείται γύρω από τις 850 μονάδες. Μάλιστα, παρατηρήθηκε έντονη δραστηριοποίηση του βρετανικού Lansdowne Partners, το οποίο έχει αρνητικές θέσεις σε όλες τις συστημικές τράπεζες πλην της Εθνικής.
– Οι δεικτοβαρείς τράπεζες
Σημαντικό ρόλο στην πορεία που ακολούθησε το Χ.Α. έπαιξε η πορεία των τραπεζικών μετοχών. Οι τράπεζες είναι οι πλέον δεικτοβαρείς μετοχές και συγκεντρώνουν συνήθως το 50%-60% των συναλλαγών, άρα είναι λογικό να καθορίζουν την κατεύθυνση του Γενικού Δείκτη. Οι τράπεζες είχαν σημειώσει ένα τεράστιο ράλι από τις αρχές του έτους και έως τα τέλη Ιουλίου, το οποίο ξεπέρασε το 100% σε επίπεδο δείκτη και το 400% σε επίπεδο μετοχών (Πειραιώς). Ήταν λογικό, συνεπώς, τις μεγαλύτερες πιέσεις να δεχτεί ο συγκεκριμένος κλάδος, ειδικά τη στιγμή που τα ξένα χαρτοφυλάκια κατέχουν κυρίως μετοχές τραπεζών, ενώ τράπεζες κατέχουν, όπως προαναφέραμε, και τα short funds τα οποία “ενεργοποιήθηκαν”. Όπως επισημαίνουν παράγοντες της αγοράς, ο τραπεζικός κλάδος παραμένει μια από τις μεγαλύτερες προκλήσεις της ελληνικής οικονομίας και οι οίκοι αξιολόγησης υπογραμμίζουν ότι αποτελεί ένα από τα σημαντικότερα εμπόδια στην αναβάθμιση των προοπτικών της χώρας. Η αγορά θεωρεί ευρέως πως σε αυτόν βρίσκεται το “κλειδί” των προοπτικών της ελληνικής οικονομίας και των επιχειρήσεων: η ομαλοποίηση και η εξυγίανση των ισολογισμών των ελληνικών τραπεζών θα αποτελέσει ανάσα για την οικονομία. Έτσι, τα funds βρήκαν “παράθυρο” ευκαιρίας για τη στρατηγική τους στα τέλη Ιουλίου και τον Αύγουστο, εκμεταλλευόμενα το κλίμα αναταραχής που “χτύπησε” τις διεθνείς αγορές.
Τι λένε τώρα οι ειδικοί
Η πραγματικότητα του Ελληνικού Χρηματιστηρίου είναι η εξής: οι συναλλαγές είναι χαμηλές, οι Έλληνες επενδυτές έχουν περιοριστεί δραματικά και η ψήφος εμπιστοσύνης των επενδυτών εξωτερικού δεν εκδηλώνεται, καθώς οι αρνητικές εξελίξεις του εξωτερικού περιβάλλοντος έχουν οδηγήσει τους διαχειριστές σε διαρκή περιορισμό των επενδυτικών επιλογών που εμπεριέχουν κίνδυνο, μειώνουν δηλαδή διαρκώς τις μετοχικές τους θέσεις και αναζητούν “ασφαλή καταφύγια”, όπως σημειώνει ο Δημήτρης Τζάνας, διευθυντής επενδύσεων της Κύκλος Χρηματιστηριακή. Αυτό είναι το αποτέλεσμα της κλιμάκωσης της έντασης ανάμεσα σε ΗΠΑ και Κίνα, των εξελίξεων στη Βρετανία με το Brexit, της αντιδικίας του Tραμπ με τη Fed για τη νομισματική πολιτική, της συντήρησης της έντασης στο Χονγκ Κονγκ και στον Περσικό Κόλπο. Εξελίξεις που οδηγούν στη διαμόρφωση δεδομένων που προϊδεάζουν για είσοδο της παγκόσμιας οικονομίας σε ύφεση εντός του 2020, οδηγώντας τα χρηματιστήρια σε έντονα νευρικές κινήσεις.
Εξηγώντας στο “Κ” την αντίθετη πορεία των τιμών των ελληνικών ομολόγων σε σχέση με τις μετοχές και τον Γενικό Δείκτη του Χ.Α., ο Νίκος Σακαρέλης, αναλυτής της Wealth Financial Services, αναφέρει πως:
1. Υπάρχει διεθνώς μια στροφή σε κρατικούς τίτλους, ιδιαίτερα σε κρατικά ομόλογα εκδοτών σε σκληρό νόμισμα (ευρώ, δολάριο). Λόγω αυτής της τάσης ευνοήθηκαν και οι τίτλοι του ελληνικού Δημοσίου, εν μέσω διεθνούς αναταραχής και της πιθανότητας επιβράδυνσης της παγκόσμιας οικονομίας. Η τάση αυτή, ειδικά στα ομόλογα σε ευρώ, ευνοήθηκε και από τις δηλώσεις Ντε Γκίντος περί χαμηλών επιτοκίων για παρατεταμένο χρονικό διάστημα.
2. Υπάρχει μια μικρή παρανόηση σε σχέση με τη συσχέτιση των αποδόσεων των δεκαετών (συνήθως) ομολόγων και της πορείας των μετοχικών αγορών. Όντως, ένα εργαλείο για αποτίμηση εύλογων αξιών (fair value) των μετοχών είναι η απόδοση του δεκαετούς ομολόγου, η οποία, όσο πιο μικρή είναι, τόσο χαμηλότερος είναι ο κίνδυνος χώρας και τόσο πιο μεγάλη είναι και η θεωρητική τιμή που προσδιορίζεται από τα μοντέλα αποτίμησης μιας εταιρείας. Δεν είναι όμως ούτε ο μόνος παράγοντας, ούτε και πανάκεια στις αποτιμήσεις. Αν ίσχυε αυτό, τότε εδώ και καιρό τα χρηματιστήρια της Πορτογαλίας, της Ισπανίας και της Γερμανίας θα είχαν εξαιρετική πορεία. Η εικόνα, όμως, είναι διαφορετική. Επομένως είναι και άλλοι παράγοντες, όπως το πόσο γρήγορα προεξοφλούνται θετικές ειδήσεις, εταιρική κερδοφορία, ψήφιση του σχεδίου του ΤΧΣ για τα “κόκκινα” δάνεια, συγκριτικές αποτιμήσεις και διεθνές περιβάλλον, που επηρεάζουν την πορεία μετοχών και δεικτών στο Χ.Α.
3. Τέλος, είναι και το θέμα ρευστότητας. Στην ελληνική αγορά τίτλων σταθερού εισοδήματος κυκλοφορούν περιορισμένοι τίτλοι σε σχέση με κρατικό χρέος άλλων χωρών (π.χ. Ιταλίας), καθώς το περισσότερο χρέος το κατέχει ο επίσημος τομέας. Ο παράγοντας αυτός κάνει τις τιμές- αποδόσεις ευμετάβλητες με κάθε εντολή δυσανάλογου μεγέθους για το βάθος στην ΗΔΑΤ ή και δευτερογενώς.