Η σχεδιαζόμενη έξοδος της Ελλάδας από τα προγράμματα διάσωσης του ESM γεννά αισιοδοξία στους επενδυτές. Η πρώτη ομολογιακή της έκδοση μετά από τρία χρόνια αποχής, τον Ιούλιο του 2017, υπερκαλύφθηκε, όπως και οι μεταγενέστερες εκδόσεις τον περασμένο μήνα. Και πάλι όμως, οι επενδυτές θα πρέπει να μετριάσουν αυτή την αισιοδοξία. Αυτό υποστηρίζει με άρθρο της στο Bloomberg View, η επικεφαλής του προγράμματος διεθνών μακροοικονομικών του Overseas Development Institute και σύμβουλος κυβερνήσεων, κεντρικών τραπεζών και μεγάλων χρηματοοικονομικών οργανισμών, Phyllis Papadavid. Όπως γράφει χαρακτηριστικά, η επιστροφή της Ελλάδας στις αγορές και στην οικονομική ανάκαμψη γενικότερα, ενδέχεται να είναι αργή και με πολλά εμπόδια, κυρίως αν συνεχίσει να καθυστερεί σημαντικές μεταρρυθμίσεις.
Το πρόβλημα, όπως εξηγεί, είναι πως, αν και η ανάπτυξη φαίνεται να σταθεροποιείται, αν και σε χαμηλό ποσοστό, δεν είναι ξεκάθαρο από πού θα προέλθουν οι μελλοντικοί παράγοντες ανάπτυξης.
Η κατανάλωση των νοικοκυριών έχει ανακάμψει μέχρι ενός βαθμού, αλλά η μέση ανάπτυξη κατά 0,65% το 2017 είναι εκ των πραγμάτων αδύναμη. Και με την περαιτέρω αύξηση φόρων και την περικοπή των συντάξεων δεν φαίνεται νέα επιτάχυνση στον ορίζοντα.
Η ελληνική κυβέρνηση έχει μεταθέσει χρονικά προς τα πίσω μεταρρυθμίσεις – κλειδιά όπως μεγάλες ιδιωτικοποιήσεις ενώ συνεχίζει να χάνει τους στόχου που της έχουν τεθεί, αλλά και τη σωστή κεφαλαιοποίηση των περιουσιακών τη στοιχείων, όπως πχ. το Ελληνικό.
Μια περιορισμένη ανάκαμψη δεν θα σημάνει και πραγματική ώθηση στα έσοδα ώστε να χρηματοδοτηθούν επενδύσεις, ενώ η δυναμική του χρέους θα συνεχίσει να έχει ως αποτέλεσμα το υψηλότερο κόστος δανεισμού της χώρας.
Για όλα αυτά δεν είναι να απορεί κανείς που το μεγάλο στοίχημα για την Ελλάδα, ήτοι οι επενδυτικές δαπάνες, είναι εκτός στόχων. Οι επενδύσεις ως μέρος του ΑΕΠ περιορίστηκαν στο 11% το 2017 από 27% το 2007 και τα περισσότερα επενδυτικά κεφάλαια προέρχονται από την ΕΕ. Την όρεξη των ξένων επενδυτών «κόβει» το διαρκώς μεταβαλλόμενο φορολογικό πλαίσιο και η αδύναμη εγχώρια ζήτηση, συνεχίζει το άρθρο.
Επιπλέον, η έλλειψη σαφήνειας σε ό,τι αφορά την ελάφρυνση χρέους, θα σημάνει τελικά μια δαπανηρή επιστροφή της Ελλάδας στις διεθνείς χρηματαγορές. Τα κόστη δανεισμού της Ελλάδας θα είναι ενδεικτικά του τι ελάφρυνση χρέους θα λάβει η χώρα από τους δανειστές της. Και οιν προοπτικές δεν φαίνονται ευοίωνες.
Η Ευρώπη είναι απίθανο να συμφωνήσει σε σημαντική ελάφρυνση του χρέους καθώς θα θέλει να είναι βέβαιη ότι κάτι τέτοιο δεν θα επαναληφθεί σε άλλο κράτος της ευρωζώνης.
Η αισιόδοξη πτυχή της εικόνας είναι η προσπάθεια να μειωθούν τα κόκκινα δάνεια, με τη συζήτηση για τη δημιουργία μιας κακής τράπεζας, κατά την τελευταία ετήσια συνεδρίαση της ΤτΕ. Το μοντέλο αυτό έχει δουλέψει αλλού, όπως πχ. στην Ισπανία, όπου παρά τις απώλειες τελικά η Sareb bankκατάφερε να μειώσει τα επισφαλή δάνεια και να σταθεροποιήσει τον χρηματοοικονομικό της τομέα.
Μια κακή τράπεζα στην Ελλάδα θα μπορούσε να αυξήσει την ικανότητα των τραπεζών να παρέχουν ρευστότητα μέσω νέων χορηγήσεων, το οποίο είναι κρίσιμο γα τις επενδύσεις και κυρίως για τις ελληνικές ΜμΕ που αποτελούν το 90% στην ελληνική αγορά εργασίας.
Στις «πληγές» της ελληνικής πραγματικότητας η αρθρογράφος εντοπίζει τις πελατειακές σχέσεις, τη γραφειοκρατία και τη διαφθορά που όχι μόνο δεν έχουν περιοριστεί αλλά που με τη νέα φορολογία αλλά και διάφορους νόμους της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ έχουν αυξηθεί.
Ενδεικτικά αναφέρει πως η μαύρη οικονομία έχει αυξηθεί στο 27% του ΑΕΠ, σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία του ΔΝΤ.
Για να αλλάξει τη μοίρα της η Ελλάδα θα πρέπει να απομακρυνθεί από την κατανάλωση που τροφοδοτεί το χρέος, με τα στοιχεία για τις εισαγωγές να είναι ανησυχητικά. Αντιθέτως, θα πρέπει να δοθεί προτεραιότητα στον μεταποιητικό τομέα και σε άλλους τομείς που προσθέτουν αξία στο εγχώριο προϊόν. Και η πείρα έχει δείξει ότι για να επιτευχθεί αυτό θα πρέπει να ξαναρχίσει ο τραπεζικός δανεισμός, γεγονός που καθιστά τη δημιουργία μιας ελληνικής “bad bank” επιτακτική,σε συνδυασμό με τη δημιουργία δομών one-stop για την ανάθεση δημοσίων συμβάσεων, τη χορήγηση αδειών, την καταχώριση και την υποβολή προσφορών
Όπως καταλήγει το άρθρο, αν η Ελλάδα επικεντρωθεί ξανά στις κυβερνητικές δαπάνες και στα δάνεια από την ΕΕ τότε θα πάμε ολοταχώς για ακόμα μια χαμένη δεκαετία.
Πηγή: Newmoney.gr