Σε άρθρο του, όπως πάντα αξιοσημείωτο, στην «Καθημερινή» στις 22/09 και με τίτλο «Πότε τελειώνει η κρίση;» ο Στάθης Καλύβας υποστήριξε ότι «…το 2019 είναι η χρονιά που λήγει η κρίση».
Ορθά αποφεύγοντας την συμβατική προσέγγιση όπου η έξοδος ή μη-έξοδος κρίνεται με αναφορά σε οικονομικούς δείκτες, ο Στάθης Καλύβας στηρίζει το συμπέρασμα του στο κεντρικό επιχείρημα ότι η ανάκαμψη έχει αποκτήσει «δυναμική που απουσίαζε μέχρι τώρα» , καθώς η χώρα έχει αποκτήσει «μία νέα και σταθερή κυβέρνηση που διαθέτει μακροχρόνια προοπτική, ισχυρή και αποφασιστική ηγεσία και αξιόπιστη φίλο-επενδυτική οικονομική πολιτική».
Του Αντώνη Κεφαλά
Η διαπίστωση είναι ορθή. Αποτελεί μία αναγκαία συνθήκη για την έξοδο από την κρίση. Δυστυχώς, όμως, δεν είναι και ικανή. Για να υπάρξει έξοδος από την κρίση θα πρέπει να αντιμετωπιστούν τα αίτια της –και στο σημείο αυτό η χώρα μας έχει να επιδείξει σημαντικό έλλειμμα. Τουλάχιστον μέχρι σήμερα.
Η Ελλάδα ήταν σε κρίση πολύ πριν το 2010 – ήδη από την στιγμή που μπήκαμε στο ευρώ. Την κρύψαμε δανειζόμενοι. Διότι, το πραγματικό πρόβλημα, η κύρια αιτία της κρίσης, ήταν η τεράστια έλλειψη διεθνούς ανταγωνιστικότητας στην παραγωγή σε συνδυασμό με «κλειστά» συστήματα αγορών που λειτουργούσαν με βάση την συσσώρευση οικονομικού ενοικίου (rent seeking).
Η παγκόσμια κρίση του 2008 άλλαξε τα κόστη δανεισμού όπως την δομή και το μέγεθος της ζήτησης και οδήγησε στο ξέσπασμα και της ελληνικής κρίσης. Η αφορμή ήταν η δημοσιονομική κατάρρευση.
Το πρώτο μνημόνιο επικεντρώθηκε στο θέμα αυτό, μολονότι έδωσε μερικό βάρος και στις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις που όφειλε να υιοθετήσει η χώρα μας. Αυτό το πρώτο λάθος των δανειστών το εκμεταλλεύτηκε ο πολιτικός κόσμος και τα συντεχνιακά συμφέροντα στο έπακρο –με καταστροφικές συνέπειες για την χώρα.
Η περίοδος 2010-2015 χαρακτηρίζεται από προσπάθειες να περιορίσουμε την έκταση της δημοσιονομικής προσαρμογής και να αποφύγουμε την υλοποίηση των μεταρρυθμίσεων. Η –ουσιαστικά υπηρεσιακή– κυβέρνηση Παπαδήμου απέφυγε την χρεοκοπία αλλά το ονομαστικό κούρεμα του χρέους κατά περίπου 100 δις. ευρώ έφερε πραγματικό κούρεμα περίπου 37 δις. και μαζί την τραπεζική κατάρρευση.
Η κυβέρνηση Σαμαρά (που στην ουσία «έριξε» την κυβέρνηση Παπαδήμου) προσπάθησε να ακολουθήσει τις δημοσιονομικές και μεταρρυθμιστικές επιταγές αλλά μετά από 18 μήνες, με αφορμή την ήττα της στις ευρωεκλογές έχασε την ψυχραιμία της και …παρέδωσε το πνεύμα.
Η κυβέρνηση Τσίπρα, αφού ανακάλυψε με τον πλέον επώδυνο για όλους τρόπο πως έπασχε από φαντασιοπληξία, έγινε βασιλικότερη του βασιλέα και επικεντρώθηκε με μονομέρεια στην δημοσιονομική προσαρμογή, περιστασιακά δε – τόσο για να αποφεύγει την μήνη των δανειστών – στις μεταρρυθμίσεις. Η υπερφορολόγηση, εξάλλου, συμβάδιζε την ιδεολογία της και εξυπηρετούσε την πολιτική να αποκτήσει και ο ΣΥΡΙΖΑ αιχμάλωτο κομματικό ακροατήριο.
Η σημερινή τιτάνια πρόκληση
Στα 10 χρόνια της κρίσης δεν καταφέραμε (για την ακρίβεια ως κοινωνία δεν θελήσαμε) να αντιμετωπίσουμε τα αίτια της κρίσης: τη μη ανταγωνιστική παραγωγή, τα ανεπαρκή δίκτυα διανομής, τα κλειστά επαγγέλματα, την τεράστια γραφειοκρατία, την εκτεταμένη διαφθορά, την υπονομευμένη δικαιοσύνη, την ανίκανη τοπική αυτοδιοίκηση, το χρεωκοπημένο τραπεζικό σύστημα, τα οπισθοδρομικά συνδικάτα, την ανήθικη επιχειρηματική συμπεριφορά, την υποβαθμισμένη παιδεία.
Μέχρι να τα αντιμετωπίσουμε αυτά τα αίτια, από την κρίση δεν θα βγούμε – όσες γραβάτες κι αν φορεθούν σε συνάξεις στο Ζάππειο, όσοι μουσαμάδες κι αν βαφτούν για δήθεν εγκαίνια στην Θεσσαλονίκη, όσες μπουλντόζες κι αν μπουν στο Ελληνικό, όσες εμφανίσεις κι αν κάνουν στα κανάλια νεοεκλεγέντες βουλευτές και ανερχόμενοι υπουργοί, όσες ελπίδες κι αν προβάλουμε πως.
Η κυβέρνηση Μητσοτάκη δείχνει να κινείται προς την σωστή κατεύθυνση –μολονότι ορισμένοι διορισμοί έγιναν καθαρά σε εξαργύρωση κομματικών υποχρεώσεων και ορισμένες καθυστερήσεις δείχνουν στην καλύτερη περίπτωση ανεπάρκεια (οπότε υπάρχει ελπίδα για διόρθωση) και στην χειρότερη λυσσαλέα αντίδραση στην αλλαγή (οπότε η ελπίδα μειώνεται).
Τα βασικά προβλήματα είναι, όμως, «μπροστά» μας. Οι μεγάλες συγκρούσεις δεν έχουν καν ξεκινήσει. Η απεργία της Τρίτης (24 Σεπτ.) δεν ήταν παρά ένα μικρό δείγμα των δυνάμεων της αντίδρασης. Η μάχη ανάμεσα σ’ αυτό που ο Νικηφόρος Διαμαντούρος αποκαλεί «οι δύο κουλτούρες» τώρα θα δρομολογηθεί πραγματικά –διότι τώρα φαίνεται πως ίσως έχουμε μία κυβέρνηση διατεθειμένη να την δώσει.
Στην ουσία, όπως επισημαίνει ο Κώστας Αξελός, η Ελλάδα χρειάζεται μία επανάσταση πνεύματος –και ο Κώστας Καλύβας δείχνει να το αναγνωρίζει όταν στο άρθρο του τονίζει το θετικό της πρόσφατης αλλαγής στην ψυχολογία των πολιτών.
Χωρίς, όμως, να θέλω να υιοθετήσω αναγκαστικά την απαισιοδοξία του Χρήστου Γιανναρά ότι η Ελλάδα δεν θέλει να αλλάξει καθώς η επίγνωση αυτής της ανάγκης «κάπου θα είχε ξεμυτίσει σαν φιλοδοξία, πείσμα, τόλμη διακινδύνευσης», η έξοδος από την κρίση θα απαιτήσει πολύ βαθύτερες και ουσιαστικότερες αλλαγές νοοτροπίας από αυτές που καταγράφουν οι δημοσκοπήσεις.
Η σύγκρουση των δύο πλευρών, της συντήρησης και του νεωτερισμού, που χαρακτηρίζει το ελληνικό κράτος από την γέννηση του, τώρα έρχεται και πάλι στο προσκήνιο με ένταση και με στενά χρονικά όρια.
Αν τα αίτια της κρίσης δεν αντιμετωπιστούν άμεσα, καθοριστικά και με παραμερισμένο το κομματικό κόστος, από την κρίση δεν θα βγούμε ούτε στα επόμενα 20 χρόνια.