Γιατί διασύρονται οι επιχειρήσεις

Το κείμενο που ακολουθεί ήταν το κύριο άρθρο στο τεύχος του Οικονομικού Ταχυδρόμου της 19ης Απριλίου 1984 –είναι, δηλαδή, ηλικίας 33 ετών.

Με συγγραφέα τον Αθανάσιο Χ. Παπανδρόπουλο, το άρθρο, όπως γίνεται αντιληπτό, δεν φέρει ούτε μία ρυτίδα, άρα κάλλιστα ιχνογραφεί και την σημερινή πραγματικότητα.

Αυτήν μίας κοινωνίας που πάσχει από πολυεπίπεδη ακινησία –πιθανότατα δε αυτό να είναι και το σοβαρότερο πρόβλημά της. Διότι καμμία έξοδος από την κρίση χρέους δεν θα μπορέσει να γίνει πράξη αν προηγουμένως δεν υπάρξει αφύπνιση και εγρήγορση.

«Όπως το Πανεπιστήμιο και η Δικαιοσύνη, για την σοσιαλιστική κυβέρνηση της Γαλλίας η επιχείρηση αποτελεί θεσμό εξίσου πολύτιμο και χρήσιμο για την κοινωνία…»
Λωράν Φαμπιούς, υπουργός Βιομηχανίας και Τεχνολογίας στην γαλλική σοσιαλιστική-κομμουνιστική κυβέρνηση

Χωρίς καμμία αμφιβολία, όταν ο πρόεδρος του Εμπορικού και Βιομηχανικού Επιμελητηρίου της Αθήνας, κ. Λάζαρος Εφραίμογλου, διαμαρτύρεται ότι τα τηλεοπτικά μέσα και ένας ορισμένος Τύπος διασύρουν στην χώρα μας την επιχείρηση και τον κοινωνικο-οικονομικό της ρόλο, έχει πέρα για πέρα δίκιο.

Ωστόσο, ο διασυρμός αυτός δεν πρέπει να τού προκαλεί απορίες. Γιατί είναι σύμφυτος με ορισμένα άλλα νεοελληνικά φαινόμενα, όπως η μετατροπή των πανεπιστημιακών χώρων σε αχούρια και η αναγωγή των δικαστηρίων σε σκουπιδότοπους.

Κατά συνέπεια, σε πρώτη φάση, ο διασυρμός των επιχειρήσεων δεν αποτελεί τίποτε περισσότερο από την φυσική προέκταση μίας γενικότερης χυδαιότητας και δυσωδίας που επικρατεί στον ελληνικό δημόσιο βίο και που όχι λίγες φορές είναι το σήμα κατατεθέν μίας δήθεν «προοδευτικής» συμπεριφοράς.

Σε δεύτερη φάση, σημαντικοί τροφοδότες της υπονόμευσης του κύρους των επιχειρήσεων είναι και οι ίδιοι οι επιχειρηματίες, για πολλούς από τους οποίους η αντίληψη που έχουν για την επιχείρηση σαν τόπο, χώρο και θεσμό, είναι ελαστικότερη ακόμα και από το καλύτερης ποιότητας καουτσούκ.

Την έμπρακτη απόδειξη της παραπάνω διαπίστωσής μας μπορεί να εντοπίσει ο ερευνητής στο θέαμα των εγκαταστάσεων και των χώρων δουλειάς πολλών μικρών και μεγάλων ελληνικών επιχειρήσεων, που μοιάζουν περισσότερο με βομβαρδισμένους στάβλους παρά με χώρο όπου το άτομο καλείται να αναπτύξει την δημιουργικότητά του και να περάσει το ένα τρίτο του καθημερινού του βίου.

Παραπέρα, υπάρχει και η ποιότητα του επιχειρηματία. Είτε μάς αρέσει είτε όχι, οφείλουμε να ομολογήσουμε ότι σε σημαντικό βαθμό –που, δυστυχώς, δεν μετριάζεται από τις λαμπρές εξαιρέσεις– ο Έλληνας επιχειρηματίας είναι αμαθής και άρα θρασύς, αδιάβροχος στην γνώση και άρα αυταρχικός, κρυψίνους και άρα κομπιναδόρος, ανεπίδεκτος στο ανταγωνιστικό κλίμα και άρα οπισθοδρομικός και κοντόθωρος.

Μοιραία, λοιπόν, κάθε φορά που τα παραπάνω χαρακτηριστικά του εκδηλώνονται σε όλες τους τις απωθητικές διαστάσεις, όχι μόνον γίνονται περίφημο υλικό για καμπάνιες διασυρμού της επιχείρησης, αλλά προκαλούν και το σύνολο της κοινωνίας, με αποτέλεσμα η επιχειρηματική δραστηριότητα, στα μάτια του πολύ κόσμου, να θεωρείται αφερέγγυα και υποβιβαστική.

Στα πλαίσια λοιπόν αυτά, όσο και αν οι απόψεις του κ. Λάζαρου Εφραίμογλου μάς βρίσκουν σύμφωνους ως προς την ύπαρξη ενός φαινομένου διασυρμού της επιχείρησης, εν τούτοις η θεραπεία αυτής της πραγματικά δυσάρεστης κατάστασης δεν νομίζουμε ότι μπορεί να προέλθει μόνον από κυβερνητικές πρωτοβουλίες.

Διότι, το θέμα δεν ανάγεται στο αν η τηλεόραση και ο Τύπος θα πάψουν να διασύρουν την επιχείρηση, αλλά στο τί μπορεί να κάνει η ίδια η επιχείρηση για να προβάλει το έργο της και να βελτιώσει την εικόνα της. Και από την άποψη αυτή, ευθύς εξ αρχής οφείλουμε να υπογραμμίσουμε ότι οι πολυδάπανες και αμφιβόλου αποτελεσματικότητας διαφημιστικές καμπάνιες και ορισμένες ένοχες σιωπές όταν η επιχείρηση βάλλεται, κάθε άλλο παρά λύση αποτελούν.

Κουλτούρα και επιχειρείν

Η έννοια του επιχειρείν και η κοινωνικο-οικονομική της σημασία εντάσσονται μέσα στον περίγυρο μίας γενικότερης κουλτούρας και, αν δεν νοηθούν κάτω από αυτό το πρίσμα, είναι αμφίβολο αν μπορούν να γίνουν αντιληπτές με τις κλασσικές μεθόδους της διαφημιστικής προβολής.

Η κουλτούρα δεν είναι προϊόν, αλλά το αποτέλεσμα μίας πολύχρονης πνευματικής και κοινωνικής εξέλιξης, που παίρνει την μορφή διανοητικού οχήματος.

Και, κατά τον Αμερικανό κοινωνιολόγο Ραλφ Λίντον (ο ορισμός του οποίου γύρω από την κουλτούρα γίνεται αποδεκτός και από μαρξιστές διανοούμενους), το διανοητικό αυτό σχήμα είναι τόσον η απεικόνιση των συμπεριφορών που εκδηλώνονται στους κόλπους μίας κοινωνίας, όσο και το αποτέλεσμα των συμπεριφορών που δέχεται και μεταβιβάζει μία ειδική κοινωνία.

Υπό την έννοια αυτή, η «κουλτούρα» είναι το αντίθετο της «φύσης», μια και οι συμπεριφορές που μαθαίνει ο άνθρωπος είναι αυτές που εφευρέθηκαν από τον κοινωνικό άνθρωπο και οι οποίες μεταδίδονται μέσα από μία διαδικασία που ο Λεβύ-Στρως αποκαλεί «εξωτερική παράδοση».

Με άλλα λόγια, δηλαδή, με τον όρο κουλτούρα θα μπορούσαμε να νοήσουμε μία σειρά από πράγματα (σπίτια, εργαλεία, κλπ.), αλλά και ένα σύνολο από μη ορατές πραγματικότητες, όπως είναι οι διανοητικές συνήθειες και οι αποτυπώσεις που δέχεται το άτομο από τον κοινωνικό του περίγυρο.

Κατ’ επέκταση θα ήταν δυνατόν να υποστηριχθεί ότι το επιχειρείν αποτελεί σημαντικό πολιτιστικό φαινόμενο, που εντάσσεται στην εξελικτική παράδοση ορισμένων κοινωνιών και είναι στενά συνδεδεμένο με την έννοια του παράγειν.

Το τελευταίο, όμως, προϋποθέτει την ύπαρξη ενός ευνοϊκού για δημιουργία κλίματος και συνεπάγεται την άσκηση της ευφυΐας, την διαμόρφωση μίας τελεολογίας, την εκπόνηση ενός σχεδίου χρησιμοποίησης ανθρώπων και πραγμάτων και την κινητοποίηση των ζωτικών δυνάμεων μίας κοινωνίας.

Δυστυχώς, όλα τα παραπάνω στοιχεία που σαν συμπεριφορές συνιστούν την κουλτούρα του επιχειρείν και του παράγειν, στην χώρα μας, για ιστορικούς και άλλους λόγους, είναι σε ανεπάρκεια. Παράλληλα, οι έννοιες επιχείρηση και παραγωγή πλούτου δεν έχουν στην Ελλάδα το ίδιο περιεχόμενο με το αντίστοιχο στην Δύση, απ’ όπου και ξεκίνησαν ο καπιταλισμός, ο σοσιαλισμός και η βιομηχανική επανάσταση που τούς γέννησε.

Η ελληνική εκδοχή του επιχειρείν

Μοιραία, λοιπόν, η διάσταση του επιχειρείν στα μάτια τόσο του Έλληνα επιχειρηματία όσο και σε αυτά του ευρύτερου κοινού δεν εμπεριέχει ορισμένα στοιχεία που είναι αυτονόητα στην Δύση όταν αναφέρεται η λέξη Entreprise. Λέξη που υποδηλώνει την προτίμηση για το δημιουργικό ρίσκο, την αγάπη της δημιουργίας και την αίσθηση μιας κάποιας περιπέτειας.

Η νεοελληνική εκδοχή του επιχειρείν βρίσκεται σε διαμετρική αντίθεση τόσο με την παραπάνω αντίληψη του 16ου αιώνα, όσο και με αυτήν που διατύπωνε πολύ αργότερα ο Αυστριακός οικονομολόγος Γιόζεφ Σουμπέτερ, που θεωρούσε τον επιχειρηματία πρωτοποριακή και δυναμική προσωπικότητα, ικανή να αλλάζει την κοινωνία και να παράγει νεωτερισμό.

Στην χώρα μας, όπως και η γνώση, το επιχειρείν θεωρείται μία απλή κερδοσκοπική δραστηριότητα, απαλλαγμένη από κάθε φιλοσοφικό και επιστημονικό περιεχόμενο, σκοπός της οποίας είναι να φέρνει λεφτά σε αυτούς που την ασκούν και να τούς επιτρέπει να αγοράζουν σπίτια, να οδηγούν «μερσέντες», να τα σπάνε στα μπουζούκια και να συλλέγουν αντικείμενα.

Το επιχειρείν στην Ελλάδα δεν έχει κανέναν εσωτερικό δεσμό –πλην ελαχίστων εξαιρέσεων– με το ψυχονοητικό σύμπαν του επιχειρηματία και, κυρίως, δεν αντιπροσωπεύει κανένα απώτερο πολιτιστικό σχέδιο.

Ενώ, λοιπόν, στην Δύση, έναντι της φιλοσοφίας της γνώσης, η επιχείρηση κατέχει προνομιακή θέση, στην χώρα μας συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο. Η επιχείρηση είναι σχεδόν αποκομμένη τόσο από την κοινωνία όσο και από την γνώση. Συνεπώς, σαν παράγοντας παραγωγής πλούτου, δεν συμμετέχει στο κοινωνικό και πολιτιστικό γίγνεσθαι, αλλά σύρεται από αυτό. Δεν πρέπει έτσι να προκαλεί καμμία έκπληξη ότι και για τον ίδιο λόγο μπορεί να διασύρεται.

Υπό τις συνθήκες αυτές, αν ο πρόεδρος του ΕΒΕ Αθηνών πραγματικά επιθυμεί να εκλείψουν τα φαινόμενα διασυρμού των επιχειρήσεων, θα έπρεπε πρώτιστα να αναλάβει μία σοβαρή προσπάθεια ενσωμάτωσης της επιχείρησης στον κοινωνικό ιστό.

Μόνον έτσι θα δημιουργηθούν οι πνευματικές προϋποθέσεις για την αποδοχή της επιχείρησης σαν οικονομικό και πολιτιστικό φαινόμενο και θα αποδειχτεί ότι, κατά το μέτρο που η επιχειρηματική μονάδα αποτελεί βάση της πολιτικής κοινωνίας, είναι και ο όρος για την ζωτικότητα της τελευταίας, όταν ταυτοχρόνως και πόλος αντίστασης κατά της υπονόμευσης της δημοκρατίας.

*Υπενθυμίζουμε ότι στην Γαλλία του τότε σοσιαλιστή Προέδρου της Δημοκρατίας Φρανσουά Μιττεράν, υπήρχε από τον Μάϊο του 1981 συμμαχική κυβέρνηση σοσιαλιστών-κομμουνιστών, με τρεις υπουργούς που προέρχονταν από το ΚΚ Γαλλίας.

ΠΗΓΗ: ORGI.GR

Δημοσιεύθηκε την
Κατηγοριοποιημένα ως Opinion