Οι προσεγγίσεις της Γερμανίας και της Γαλλίας στο πεδίο της δημοσιονομικής και νομισματικής πολιτικής αποκλίνουν αισθητά. Πριν την υιοθέτηση του κοινού νομίσματος η Γαλλία δεν δίσταζε να αναλάβει νέα κρατικά χρέη, δεν φοβόταν την αύξηση του πληθωρισμού και ήταν πρόθυμη να τονώσει την ανταγωνιστικότητά της μέσω υποτίμησης του εθνικού της νομίσματος. Αντίθετα ο γερμανικός πανικός απέναντι στο ενδεχόμενο αύξησης του πληθωρισμού οδηγούσε την Bundesbank σε επανειλημμένες αυξήσεις επιτοκίων, με τις επιχειρήσεις να ωθούνται, παρά το σκληρό νόμισμα (μάρκο), προς τις εξαγωγές.
Οι διαφορετικές αντιλήψεις δεν θα αποτελούσαν σοβαρό πρόβλημα εάν οι πολιτικοί σε Παρίσι και Βερολίνο δεν είχαν αποφασίσει να υιοθετήσουν το ευρώ. Η γαλλική προσδοκία ήταν το κοινό νόμισμα να συμβάλει στην εξαφάνιση των αποκλίσεων μεταξύ των χωρών-μελών. Ωστόσο, αυτές οι προσδοκίες δεν επιβεβαιώθηκαν. Οι ανισορροπίες στην ευρωζώνη είναι σήμερα μεγαλύτερες από ποτέ, όπως ακριβώς και η κυριαρχία της Γερμανίας. Αυτό βεβαίως σχετίζεται με την ευρωκρίση, η οποία με τη σειρά της προκλήθηκε σε μεγάλο βαθμό και εξαιτίας των μεταρρυθμίσεων στη γερμανική αγορά εργασίας με τη λεγόμενη Ατζέντα 2010 του πρώην καγκελαρίου Γκέρχαρντ Σρέντερ, επισημαίνει ο Γκιγιόμ Ντυβάλ, αρχισυντάκτης του γαλλικού περιοδικού Alternatives Economiques. Όπως εξηγεί, η συγκράτηση των αμοιβών οδήγησε σε χαμηλό πληθωρισμό στη Γερμανία, γεγονός που κατέστησε αδύνατο για την ΕΚΤ να μειώσει τα επιτόκια πριν το 2008. «Η μείωσή τους ήταν όμως απαραίτητη προκειμένου να αποτραπεί η διόγκοση χρεών σε Ισπανία, Ιρλανδία κ.ο.κ.», επισημαίνει.
Εξυγίανση σε βάρος των υπολοίπων;
Εξυγιάνθηκε λοιπόν η Γερμανία σε βάρος των υπόλοιπων χωρών της ευρωζώνης; «Θεωρώ ότι η Ατζέντα 2010 δεν έγινε με το βλέμμα εστιασμένο στις άλλες χώρες, αλλά με γνώμονα τις ανάγκες να αναληφθεί δράση στη Γερμανία», εκτιμά ο Τόρστεν Βίντελς, επικεφαλής οικονομολόγος στην τράπεζα Norddeutsche Landesbank. «Στόχος ήταν να αντιμετωπιστούν τα προβλήματα της χαμηλής παραγωγικότητας, της υψηλής ανεργίας και του χαμηλού ρυθμού ανάπτυξης», εξηγεί ο γερμανός οικονομολόγος, ο οποίος ωστόσο παραδέχεται ότι οι μεταρρυθμίσεις Σρέντερ ήταν υπερβολικά ριζικές, με αποτέλεσμα να «σοκάρουν» ορισμένες χώρες.
Η Γερμανία φάνηκε να απαιτεί από τους άλλους τον ίδιο ζήλο που επέδειξε η ίδια στις μεταρρυθμιστικές πολιτικές της. Οι απαιτήσεις της δεν σταμάτησαν ούτε κατά τη διάρκεια της ευρωκρίσης και υφεσιακής περιόδου που ακολούθησε. «Όταν επιλέγει κανείς τη λιτότητα εν καιρώ ύφεσης και αποπληθωρισμού, τότε τα χρέη μεγαλώνουν. Αυτό έγινε στην περίπτωση της Ελλάδας. Το ίδιο συμβαίνει στην Ιταλία», τονίζει ο Γκιγιόμ Ντυβάλ. Ευθύνεται επομένως η Γερμανία για τη δυσχερή κατάσταση της ιταλικής οικονομίας; Ο γερμανός οικονομολόγος Τόρστεν Βίντελς απαντά με επιφύλαξη: «Βεβαίως ο οικονομικός κορσές που επιβάλλεται από το Βερολίνο μέσω Βρυξελλών δεν βοηθάει την κατάσταση. Όμως με το χρέος τους να έχει φτάσει σε 130% του ΑΕΠ, οι Ιταλοί δεν μπορούν να συνεχίσουν να κάνουν αιωνίως ό,τι έκαναν μέχρι σήμερα». Ο γερμανός οικονομολόγος καλεί την Ιταλία να πράξει το καθήκον της. Μια λέξη που προερχόμενη από τη Γερμανία προκαλεί ενόχληση στη Γαλλία. Ο Γκιγιόμ Ντυβάλ προειδοποιεί ότι η Γερμανία δεν θα πρέπει να αντιμετωπίσει την Ιταλία με τον τρόπο που αντιμετώπισε την Ελλάδα, τονίζοντας το μέγεθος της τρίτης σε ισχύ οικονομίας της ευρωζώνης. «Εάν δεν μπορέσουμε να επιλύσουμε την ιταλική κρίση, τότε η φούσκα θα σκάσει», σχολιάζει ο γάλλος οικονομολόγος, ο οποίος τάσσεται υπέρ ενός κουρέματος του ιταλικού χρέους μέσω των ομολόγων που έχει στην κατοχή της η ΕΚΤ. Όπως λέει, πρόκειται απλά για μια λογιστική, μια αριθμητική παρέμβαση χωρίς επιπτώσεις, δεδομένου ότι η ΕΚΤ μπορεί να «τυπώσει» χρήμα χωρίς περιορισμούς. Αυτό είναι όμως «δύσκολο να το πουλήσει κανείς». Για παράδειγμα στους Γερμανούς, που αρνούνται πεισματικά επειδή θεωρούν τέτοιες παρεμβάσεις εξαιρετικά ριζοσπαστικές.
Ανεξάρτητα από το πόσο διαφορετικές είναι οι προσεγγίσεις των εκκρεμών ζητημάτων σε Βερολίνο και Παρίσι, οι δύο μεγαλύτερες οικονομίες της ευρωζώνης είναι… καταδικασμένες να βρουν φόρμουλες συνεργασίας ώστε να κάνουν το ευρώ ανθεκτικό απέναντι στις κρίσεις.
Πηγή: Deutsche Welle