Απόφαση – «βόμβα» από το Συμβούλιο της Επικρατείας (ΣτΕ), καθώς βαζει τέλος στον 13οκαι 14ο μισθό των δημοσίων υπαλλήλων.
Συγκεκριμένα, συνταγματικές κρίθηκαν, κατά πλειοψηφία, από την Oλομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας, οι περικοπές-κατάργηση των δώρων Χριστουγέννων και Πάσχα καθώς και του επιδόματος θερινής άδειας (13ος και 14ος μισθός) των εν ενεργεία δημοσίων υπαλλήλων, υπαλλήλων ΟΤΑ, ΝΠΔΔ και ΝΠΙΔ, κ.λπ.
Λίγες μέρες πριν από τις Ευρωεκλογές και τις Αυτοδιοικητικές Εκλογές, σε πνεύμα έντασης και αντιπαραθέσεων πραγματοποιήθηκε η διάσκεψη, κεκλεισμένων των θυρών, της Ολομέλειας του Ανωτάτου Ακυρωτικού Δικαστηρίου και κατά πλειοψηφία αναστράφηκαν κατά 180 μοίρες οι θετικές για τους δημοσίους υπαλλήλους περσινές αποφάσεις της επταμελούς σύνθεσης του ΣΤ΄ Τμήματος του
που είχαν κρίνει αντισυνταγματικές τις περικοπές των τριών επιδομάτων-δώρων, που έγιναν με το νόμο 4093/2012.
Δικηγόροι μόλις έγινε γνωστό το αποτέλεσμα της διάσκεψης μέσω του αρμοδίου υπουργείου, δεν παρέλειψαν να επισημάνουν, ότι μόλις λύθηκε για τους δικαστές και εισαγγελείς το ζήτημα της καταβολής των μισθολογικών ωριμάνσεων τους (μετά και την απόφαση του Μισθοδικείου) και των χρονοεπιδομάτων που θα καταβληθούν με τη μισθοδοσία τουΙουνίου, αλλά και της φορολογικής μεταχείρισης του 50% των αναδρομικών της περιόδου 2012-2014, αποφάσισαν ότι η χορήγηση των μειωμένων δώρων στους δημοσίους υπαλλήλους θα επιβαρύνει τον κρατικό προϋπολογισμό και άρα συνταγματικά κόπηκαν τα δώρα μέσα στο πνεύμα της μνημονιακής κυβερνητικής πολιτικής.
Το ΣΤ΄ Τμήμα του Συμβουλίου της Επικρατείας είχε κρίνει ότι η κατάργηση των δώρων-επιδομάτων αντίκεινται στα άρθρα 25 και 4 του Συντάγματος και τις απορρέουσες από αυτά αρχές της ισότητας και της αναλογικότητας.
Συγκεκριμένα, το ΣΤ΄ Τμήμα με τις υπ΄ αριθμ. 2626-2635/2018 αποφάσεις του είχε κρίνει ότι αναγνωρίζεται μεν ότι ο νομοθέτης εκτιμώντας τις κρατούσες κοινωνικές συνθήκες μπορεί να προβαίνει σε μείωση του βασικού μισθού ή των επιδομάτων στο πλαίσιο του δημοσίου συμφέροντος, ωστόσο «επιχειρείται νέα, για πολλοστή φορά περικοπή την αποδοχών, της ίδιας ακριβώς ομάδας θιγόμενων, ειδικότερα δε, θεσπίζεται πλέον με αυτήν, όχι περεταίρω μείωση, αλλά κατάργηση των ετήσιων αποδοχών».
Και προσθέτουν οι σύμβουλοι Επικρατείας του ΣΤ΄ Τμήματος, ότι, τα επιδόματα, εορτών και αδείας, συνδέονται από τη φύση τους με τις αυξημένες ανάγκες που ανακύπτουν κατά τις εορταστικές περιόδους και κατά την περίοδο των θερινών διακοπών, οι οποίες ανάγκες συντρέχουν για όλους τους υπαλλήλους ανεξάρτητα από το μισθό του καθενός».
Τέλος, το ΣΤ΄ Τμήμα του ΣτΕ κατέληξε ότι «ο νομοθέτης δεν δικαιολογείτο πλέον να προχωρήσει στην υιοθέτηση του επίμαχου καταργητικού μέτρου, χωρίς προηγουμένως να έχει εκτιμήσει την προσφορότητα του μέτρου ενόψει και της διαπίστωσης, ότι τα αντίστοιχα μέτρα που είχε λάβει έως τότε δεν είχαν αποδώσει τα αναμενόμενα».
Η συζήτηση των υποθέσεων στην Ολομέλεια του ΣτΕ είχε γίνει την 1ή Φεβρουαρίου 2019 και εισηγήτρια των υποθέσεων ήταν η σύμβουλος Επικρατείας, Κωνσταντίνα Φιλοπούλου.
Όμως, πολύ σοβαρή οικογενειακή υπόθεσή της την ανάγκασε να απουσιάζει από το δικαστήριο και η πρόεδρος του ΣτΕ, Κατερίνα Σακελλαροπούλου, όρισε νέα εισηγήτρια τη σύμβουλο Επικρατείας, Ελένη Παπαδημητρίου, η οποία και είχε ετοιμάσει 13σέλιδη εισήγηση για τη διάσκεψη.
Όμως, όπως έλεγαν σύμβουλοι της Επικρατείας τους προκάλεσαν εντύπωση ασυνήθιστες κινήσεις μέλος της συνθέσεως της Ολομέλειας το οποίο μεταπήδησε στο ΣτΕ από το Διοικητικό Εφετείο -όπως έχει δικαίωμα- το οποίο το περασμένο έτος είχε διατυπώσει επισήμως και εγγράφως την αντίθεσή του στην απόφαση του ΣΤ΄ Τμήματος, υποστηρίζοντας τη συνταγματικότητα των περικοπών των δώρων.
Η εντύπωση που προκλήθηκε στους συμβούλους της Επικρατείας ήταν ότι ο εν λόγω συνάδελφός τους, όλη την περασμένη εβδομάδα, πριν την επίμαχη διάσκεψη, επισκεπτόταν τα γραφεία των συναδέλφων του που συμμετείχαν στην επίμαχη Ολομέλεια, διατυπώνοντας τις απόψεις του περί συνταγματικότητας των περικοπών των δώρων των δημοσίων υπαλλήλων και τους δημοσιονομικούς κινδύνους που θα υπάρξουν εάν χορηγηθούν τα δώρα.
Έτσι, την περασμένη Παρασκευή πραγματοποιήθηκε σε πνεύμα εντάσεων και εκνευρισμού η διάσκεψη της Ολομέλειας του ΣτΕ, κεκλεισμένων των θυρών, με πρόεδρο την Κατερίνα Σακελλαροπούλου.
Η νέα εισηγήτρια που ορίστηκε, η Ελένη Παπαδημητρίου, τάχθηκε με τις θέσεις του ΣΤ΄ Τμήματος, δηλαδή, υπέρ των δημοσίων υπαλλήλων, οι οποίοι στην προκειμένη περίπτωση που απασχόλησε το δικαστήριο ήταν δικαστικοί υπάλληλοι που υπηρετούν εκτός Αθηνών.
Η Ελένη Παπαδημητρίου με την εισήγησή της τάχθηκε υπέρ της αντισυνταγματικότητας των περικοπών των τριών δώρων και της αντίθεσης των περικοπών με το πρώτο πρόσθετο πρωτόκολλο της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ), το οποίο προστατεύει την περιουσία στην έννοια της οποία υπάγονται ο μισθός και η σύνταξη. Μάλιστα, η εισηγήτρια επικαλέστηκε και αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, όπως και την Ευρωπαϊκή νομοθεσία.
Σε άλλο σημείο της εισήγησής της η Ελένη Παπαδημητρίου ανέφερε ότι «λόγω της αποτυχίας είσπραξης των προβλεπομένων φορολογικών εσόδων και των ανείσπρακτων οφειλώνπαρελθόντων ετών και της αδυναμίας προώθησης των διορθωτικού χαρακτήρα μεταρρυθμίσεων του προγράμματος προσαρμογής, δεν αρκούν για να καταστήσουν συνταγματικά ανεκτές τις συγκεκριμένες περικοπές».
Και αυτό, συνεχίζει η εισηγήτρια, «γιατί ανεξαρτήτως του ότι το δημόσιο συμφέρον για την εξυπηρέτηση του οποίου επεβλήθησαν οι νέες μειώσεις, δεν ήταν τόσο έντονο όσο εκείνο που δικαιολογούσε την υιοθέτηση των αρχικών μέτρων των νόμων 3833/2010 και 3845/2012 που ελήφθησαν, κατά τις διαπιστώσεις του νομοθέτη, προ του κινδύνου άμεσης χρεωκοπίας και εξόδου της χώρας από την ευρωζώνη, οι επίμαχες περικοπές συνιστούν μέτρα που λαμβάνονται μεν για την αντιμετώπιση της παρατεταμένης οικονομικής κρίσης, επιβαρύνουν, όμως και πάλι, κατά παράβαση της κατ΄ άρθρο 25 παράγραφος 4 του Συντάγματος υποχρέωσης όλων των πολιτών για εκπλήρωση του χρέους της κοινωνικής και εθνικής αλληλεγγύης, την ίδια κατηγορία πολιτών».
Περαιτέρω, σημειώνει η εισηγήτρια, «οι περικοπές αυτές δεν μπορούν να δικαιολογηθούν ούτε εκ του λόγου ότι αποτελούν τμήμα ενός ευρύτερου προγράμματος δημοσιονομικής προσαρμογής που παρέχει δέσμη μέτρων για ανάκαμψη της Ελληνικής οικονομίας και την εξυγίανση των δημοσίων οικονομικών, προϋπόθεση, η οποία αποτελεί αναγκαίο όχι όμως και επαρκή όρο για τη συνταγματικότητα των εν λόγω περικοπών».
Μάλιστα, η εισηγήτρια επικαλούμενη απόφαση της Ολομέλειας του Ελεγκτικού Συνεδρίου(4327/2014), σημειώνει ότι «η συνταγματικότητα των μέτρων αυτών δεν μπορεί να στηριχθεί ούτε στη μεγαλύτερη της αναμενόμενης ύφεση της Ελληνικής οικονομίας, η οποία κατέστη μεν επιβεβλημένη τη λήψη νέων μέτρων, όχι όμως και αναγκαίως τη εκ νέου περιστολή του μισθολογικού κόστους του Δημοσίου, ούτε στην αυξημένη αποτελεσματικότητα των εν λόγω μέτρων, η οποία ωστόσο, δεν μπορεί να δικαιολογήσει την κατ΄ επανάληψη επιβάρυνση των ίδιων προσώπων».
Παρ΄ όλα αυτά, κατά τη διάσκεψη της Ολομέλειας του ΣτΕ επιτεύχθηκε πλειοψηφία υπέρ της συνταγματικότητας της κατάργησης των τριών δώρων των δημοσίων υπαλλήλων, με αποτέλεσμα να κλείσει το ζήτημα της αναδρομικής καταβολής τους στους εργαζόμενους στο Δημόσιο τομέα, τους ΟΤΑ, κ.λπ.
Υπενθυμίζεται ότι η Ολομέλεια του ΣτΕ το έτος 2015 με την υπ΄ αριθμ. 2287/2015 απόφασή της είχε κρίνει αντισυνταγματικό το νόμο 4093/2012 με αφορμή τις περικοπές των συντάξεων που είχαν γίνει.
Αναμένεται η δημοσίευση της απόφαση της Ολομέλειας του ΣτΕ
Μετά την επίμαχη απόφαση του 2015 οι δημόσιοι υπάλληλοι ξεκίνησαν τις δικαστικές διεκδικήσεις τους για την περικοπή των δώρων και των επιδομάτων και τηξν αναδρομική είσπραξη τους.