Κατά περίπου 100.000, αύξησαν οι τράπεζες τον αριθμό των δανείων τα οποία ρύθμισαν, μόνο στο α΄ εξάμηνο του 2016, στρεφόμενες μάλιστα σε πιο μακροπρόθεσμες ρυθμίσεις.
Σύμφωνα με στοιχεία που προκύπτουν από την Ενδιάμεση Έκθεση Νομισματικής Πολιτικής 2016 της ΤτΕ, το μερίδιο των ρυθμίσεων μακροπρόθεσμου χαρακτήρα στο σύνολο των ρυθμίσεων έχει αυξηθεί κατά περίπου 7 ποσοστιαίες μονάδες και ανέρχεται πλέον σε 40,2%. Σταθερό παρέμεινε το ποσοστό των λύσεων οριστικής διευθέτησης, στο 6,3%.
Την ίδια στιγμή, σταθερό, στο 70%, παραμένει και το ποσοστό των δανείων που είχαν μεν τεθεί σε καθεστώς ρύθμισης (“forborne exposures”), αλλά παραμένουν στην περίμετρο των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων, καταδεικνύοντας ότι η θεραπεία των “κόκκινων” δανείων, ακόμη και των ρυθμισμένων, παραμένει εξαιρετικά δύσκολο εγχείρημα.
Ωστόσο, η ποιότητα του χαρτοφυλακίου δανείων των τραπεζών εμφάνισε σταθεροποιητικές τάσεις κατά τη διάρκεια του α’ εξαμήνου του 2016, με ενδείξεις οριακής βελτίωσης. Ο λόγος των δανείων σε καθυστέρηση προς το σύνολο των δανείων στο τέλος Ιουνίου του 2016 διαμορφώθηκε σε 32,7%, οριακά χαμηλότερος από ό,τι το α’ τρίμηνο του 2016.
Παρόμοια συμπεριφορά παρατηρήθηκε στα μη εξυπηρετούμενα ανοίγματα, με τον αντίστοιχο λόγο να διατηρείται σταθερός σε 45,1%. Αξίζει να επισημανθεί ότι το β’ τρίμηνο του έτους, για πρώτη φορά από το 2014, παρατηρήθηκε υποχώρηση, έστω και οριακή κατά 0,2%, του υπολοίπου των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων, τα οποία ανέρχονται σε περίπου 108 δισ. ευρώ.
Το υψηλότερο ποσοστό μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων καταγράφεται στα δάνεια προς πολύ μικρές επιχειρήσεις και επαγγελματίες (67,2%), στα δάνεια προς μικρομεσαίες επιχειρήσεις (59,9%) και στα καταναλωτικά δάνεια (55,3%). Χαμηλότερο ποσοστό μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων καταγράφεται στα στεγαστικά δάνεια (41,8%) και στα δάνεια προς μεγάλες επιχειρήσεις (29,1%).
Συνολικά στα δάνεια προς επιχειρήσεις το ποσοστό μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων διαμορφώνεται σε 44,7%. Χειρότερη επίδοση εμφανίζουν οι επιχειρήσεις εστίασης (79,5%), κλωστοϋφαντουργίας (75,9%) και χάρτου / ξύλου (71,7%). Σχετικά υψηλά ποσοστά εμφανίζουν οι επιχειρήσεις κατασκευών (54%) και εμπορίου (48,8%), που αντιπροσωπεύουν και μεγάλο μερίδιο στο σύνολο των επιχειρηματικών δανείων.
Το χαμηλότερο ποσοστό παρατηρείται στις επιχειρήσεις ενέργειας/πετρελαιοειδών (4,5%).
Όσον αφορά τη διάρθρωση των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων, μικρή αύξηση εμφάνισαν τα δάνεια αβέβαιης είσπραξης (“unlikely to pay”), τα οποία αποτελούν περίπου το 27,5% του συνόλου των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων.
Δυσκολότερα ως προς τη διαχείριση είναι τα δάνεια των οποίων οι δανειακές συμβάσεις έχουν ήδη καταγγελθεί από τις τράπεζες, τα οποία παραμένουν στο 44% περίπου των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων.
Θετικό, πάντως, είναι το γεγονός ότι το ποσοστό κάλυψης των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων από τις συσσωρευμένες προβλέψεις για τον πιστωτικό κίνδυνο παραμένει περίπου στο 50%, ενώ, αν προστεθεί στις συσσωρευμένες προβλέψεις και η αξία των εξασφαλίσεων που έχουν ληφθεί από τις τράπεζες έναντι των εν λόγω δανείων, τότε το ποσοστό κάλυψης προσεγγίζει το 100%.