Η καλή εξαγωγική εικόνα της χώρας, όπως αποτυπώνεται στα τέλη του 2018 με 33δις εξαγωγών και η οποία συνεχίζεται, είναι λάθος να υπερεκτιμηθεί για τον απλούστατο λόγο ότι είναι αποτέλεσμα προώθησης προϊόντων με εξαγωγικό μεν προσανατολισμό αλλά σε τιμές ιδιαίτερα ελκυστικές που εκ των πραγμάτων προκαλούν το ενδιαφέρον της διεθνούς αγοράς.
Στη διαμόρφωση αυτών των ανταγωνιστικών τιμών συνέβαλαν σε ένα βαθμό και οι μειώσεις των μισθών – αμοιβών εργαζομένων και γενικότερα η μείωση του κόστους εργασίας. Αν βέβαια η ανταγωνιστική αυτή διαμόρφωση τιμών και η συνεπαγόμενη κατάκτηση αγορών προερχόταν από αύξηση της παραγωγικότητας και της ανταγωνιστικότητας της οικονομίας, τότε τα πράγματα σίγουρα θα ήταν καλύτερα.
Των Αντώνη Ζαΐρη και Aθανασίους Κρυστάλλη*
Η χρόνια αποεπένδυση και αποβιομηχάνιση που ταλαιπωρεί την ελληνική οικονομία με πολλαπλάσια αύξηση των αποσβέσεων σε σχέση με τις επενδύσεις και οι γραφειοκρατικές δυσκολίες – ιδιαιτερότητες που χαρακτηρίζουν τη λειτουργία μιας πολυδάπανης Δημόσιας διοίκησης και δυσκολεύουν την άμεση επίλυση ζητημάτων, δεν επιτρέπουν μισθολογικές αυξήσεις παρά μόνο αφήνουν περιθώριο για χαμηλούς μισθούς ανειδίκευτης εργασίας και παραγωγικότητας.
Με άλλα λόγια, αυτή η αναπαραγωγή θέσεων εργασίας «χαμηλού προφίλ» και οι αντίστοιχα χαμηλοί μισθοί είναι κυρίως υπεύθυνοι για την συντηρούμενη αναιμική εσωτερική ζήτηση που «κρατά» την αγορά ζωντανή αλλά σερνάμενη.
Αναρωτιέται ως εκ τούτου κανείς αν πρέπει να νιώθει υπερήφανος που είναι οι χαμηλοί αυτοί μισθοί που οδήγησαν στο να διατηρηθεί μια σχετική κινητικότητα στην εσωτερική αγορά και να τονωθούν οι εξαγωγές (με σημαντική συνεισφορά και των εμπορεύσιμων ανταγωνιστικών προϊόντων) που βρήκαν ικανοποιητικό πεδίο διείσδυσης στη Διεθνή και Ευρωπαϊκή αγορά και που συνεισφέρουν στην εμφάνιση δεικτών σχετικής ανάκαμψης της οικονομίας.
Η διασύνδεση, ως εκ τούτου, στοχευμένων εξαγωγικών προϊόντων αποτέλεσμα υψηλής εξειδίκευσης της οικονομίας είναι πρωτεύουσας σημασίας. Από την άλλη, ένα από τα κύρια δομικά προβλήματα της οικονομίας μας είναι ότι ο πρωτογενής τομέας είναι κατά 50% επιδοτούμενος και με χαμηλή παραγωγικότητα. Συγκεκριμένα, η συμμετοχή της βιομηχανίας στο ΑΕΠ ανέρχεται στο 11% ενώ του αγροτικού τομέα περίπου στο 3%-5% του ΑΕΠ. Το ίδιο ισχύει και για τις υπηρεσίες, που επίσης είναι χαμηλής παραγωγικότητας.
Εν τέλει, μόνον η αύξηση της «υψηλής» παραγωγικότητας θα οδηγήσει, αφενός, σε ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας – που στη συνέχεια θα επιτρέψει τη βελτίωση των εισοδημάτων – και αφετέρου, στην άμβλυνση των κοινωνικών εντάσεων και την ομαλοποίηση του οικονομικού κύκλου ώστε να « μπεί » η οικονομία σε τροχιά διατηρήσιμης ανάπτυξης.
*Αντώνης Ζαΐρης, Αναπληρωτής Αντιπρόεδρος ΣΕΛΠΕ, Επικ. Καθηγητής Πανεπιστημίου Νεάπολις, Πάφος.
Aθανάσιος Κρυστάλλης, Associate Professor on International Business, American College of Greece “Deree”