Ποιος είναι άραγε ο σκοπός του χρήματος; Το ερώτημα αυτό μπερδεύει τους οικονομολόγους από την αρχή της οικονομικής επιστήμης.
Την απάντηση στο ερώτημα αυτό έδωσαν δύο γίγαντες της οικονομικής σκέψης, ο ιδρυτής της Αυστριακής Σχολής των Οικονομικών Κάρλ Μένγκερ και ο επιφανέστερος εκπρόσωπός της Λ.Φ.Μίζες.
Του Τάσου Ι. Αβραντίνη
Στην αρτιότερη ίσως οικονομική ανάλυση που έχει παρουσιαστεί, ο Μίζες γράφει ότι το χρήμα είναι ένα ασυνήθιστο οικονομικό αγαθό, το οποίο δεν δημιουργήθηκε από τις κυβερνήσεις ή την εξουσία.
Αντιθέτως δημιουργήθηκε μέσω εθελούσιων συναλλαγών των ατόμων στην αγορά προκειμένου να διευκολύνει την ανταλλαγή αγαθών και υπηρεσιών και να επιτρέψει στους ανθρώπους να δημιουργήσουν πιο σύνθετες οικονομικές σχέσεις από εκείνες της ανταλλακτικής οικονομίας.
Σκοπός του χρήματος δεν είναι ούτε η παραγωγή ούτε η κατανάλωση αλλά αφενός οι συναλλαγές στο πλαίσιο των αγορών της οικονομίας και αφετέρου η διαχρονική κατανομή και εκμετάλλευση καταναλωτικών δυνατοτήτων μέσω συσσώρευσης εύκολα ρευστοποιήσιμων υλικών και άυλων μέσων πληρωμής.
Επομένως, το χρήμα είναι το αίμα στο σώμα της οικονομίας.
Ως τέτοιο θεμελιώδες αγαθό, μπορεί το χρήμα να έχει αρνητική δανειακή τιμή ή, με άλλα λόγια, αρνητικό επιτόκιο, χωρίς συνέπειες για την ευστάθεια των οικονομιών και τις ατομικές ελευθερίες; Ας το δούμε.
Κάθε ανθρώπινη επιδίωξη από την πιο μικρή έως την πιο μεγάλη απαιτεί χρόνο. Ένα από τα βασικά στοιχεία που εμπεριέχονται στο κεφάλαιο, ως συσσωρευμένη αναβληθείσα κατανάλωση, είναι ο χρόνος.
Κάθε άνθρωπος αποδίδει διαφορετική αξία στον χρόνο. Ανάλογα με τις προτιμήσεις και τις επιλογές του καθένας από μας καταναλώνει ένα μέρος ή το σύνολο όσων κερδίζει για να αισθανθεί ικανοποίηση.
Όσοι δεν ξοδεύουν αμέσως όσα κερδίζουν και αποταμιεύουν ένα μέρος αυτών στην πραγματικότητα ανταλλάσσουν την άμεση ικανοποίηση του παρόντος με την ελπίδα μιας σημαντικά μεγαλύτερης ικανοποίησης στο μέλλον.
Εάν ο χρόνος δεν είχε αξία στη ζωή μας τότε οι περισσότεροι δεν θα αποταμίευαν για να έχουν μεγαλύτερη ικανοποίηση στο μέλλον. Αλλά το μέλλον δεν το γνωρίζει κανείς κι ο χρόνος έχει διαφορετική αξία για κάθε άνθρωπο. Αυτό αποτελεί κατά τον Μίζες και το πιο κρίσιμο στοιχείο για την κατανόηση της έννοιας του επιτοκίου. Ο Μίζες δίνει ένα θαυμάσιο παράδειγμα γι΄αυτό:
Μπορεί κανείς να πιάσει ψάρια βουτώντας με τα χέρια. Θα μπορούσε να πιάσει περισσότερα αν είχε μια βάρκα και δίχτυα αλλά αυτά χρειάζονται χρόνο για να κατασκευαστούν. Θα πρέπει να πεινάσει για όσο χρόνο τα κατασκευάζει ή να έχει ένα απόθεμα ψαριών για να συνεχίσει.
Σε κάθε περίπτωση η αναβολή της κατανάλωσης για τη δημιουργία κεφαλαιουχικών αγαθών είναι η πιο σίγουρη οδός για να πιάνεις στο μέλλον περισσότερα και καλύτερα είδη ψαριών. Το αν αυτά τα μελλοντικά οφέλη αξίζουν περισσότερο από τον περιορισμό της άμεσης ικανοποίησης είναι μια επιλογή που διαφέρει από άτομο σε άτομο και εξαρτάται από τις αξίες, τις επιδιώξεις και τις προτιμήσεις του.
Το κεφάλαιο λοιπόν, κατά τον Μίζες, δεν είναι τίποτε άλλο από το αποτέλεσμα της συνειδητής ανθρώπινης δραστηριότητας, όσων παραιτούνται από την ικανοποίηση της κατανάλωσης και δημιουργούν κεφαλαιουχικά αγαθά.
Αλλά το «πηγαίο επιτόκιο» κατά τον Μίζεςδεν απορρέει μόνο από το κεφάλαιο. Ενσωματώνει επίσης τις προτιμήσεις των ανθρώπων για το χρόνο.
Το ύψος του επιτοκίου είναι τμήμα της ανθρώπινης φύσης. Η προοπτική της αυξημένης κατανάλωσης σε μελλοντικό χρόνο αποτελεί ισχυρό κίνητρο για πολλούς ανθρώπους να ζήσουν σήμερα με μεγαλύτερη εγκράτεια. Έτσι δημιουργούν κεφαλαιουχικά αγαθά που οδηγούν σε αύξηση της παραγωγικότητας.
Οι αποφάσεις των κεντρικών τραπεζών, των παραρτημάτων δηλαδή των κυβερνήσεων για μειώσεις των επιτοκίων είναι μια ωμή και απροκάλυπτη στρέβλωση στον πυρήνα της ανθρώπινης προσωπικότητας, στον πυρήνα των προτιμήσεων των ανθρώπων για τον χρόνο.
Τα αποτελέσματα αυτής της στρέβλωσης τα βλέπουμε ξεκάθαρα πλέον. Η μείωση των κινήτρων για αποταμίευση θα οδηγήσει σε δραστικό περιορισμό της αποταμίευσης, δραστικό περιορισμό των κεφαλαιουχικών αγαθών, μειωμένη μελλοντική παραγωγικότητα και υπονόμευση της αξίας του χρήματος. Υπονόμευση δηλαδή της ανθρώπινης ελευθερίας και των προοπτικών της οικονομικής ανάπτυξης.
*Δημοσιεύθηκε στον «Φιλελεύθερο» στις 16 Μαΐου 2020.