Στα δέκα χρόνια ύφεσης και απαισιοδοξίας, η χώρα έχει συσσωρεύσει ένα τεράστιο δυναμικό αξίας, που περιμένει να γίνει αναπτυξιακή βολίδα
Όσοι θεωρούν ότι ο Αλέξης Τσίπρας και οι συν αυτώ δε ακολούθησαν αριστερή πολιτική τα τέσσερα και πλέον χρόνια που πέρασαν πλανώνται, πλάνην οικτρά.
Του Αθ. Χ. Παπανδρόπουλου
Με βάση αυτά που παρέλαβαν το 2015, η πολιτική τους ήταν συνεπέστατη αριστερή. Ας δούμε γιατί. Πριν απ’ όλα, όπως προκύπτει από τα στοιχεία που οι υπουργοί Οικονομίας και Οικονομικών επικαλούνται, η Κυβέρνηση των Συριζανέλ, φτωχοποίησε τον ελληνικό λαό, τακτική που ως γνωστόν είναι ίδια «προοδευτικών» αριστερών κυβερνήσεων.
Τα «λαμπρά» επιτεύγματα των αριστερών δικτατόρων στη Λατινική Αμερική και αλλού, επιβεβαιώνουν του λόγου το ασφαλές.
Και από την άποψη αυτή, οι Συριζανέλ, από τη μια πλευρά υπερφορολόγησαν τα εισοδήματα από 10.000 έως 20.000 ευρώ το χρόνο, διέλυσαν αυτά που ξεπερνούσαν τα 40.000 ευρώ, αλλά παράλληλα χάϊδεψαν και συντήρησαν όλες τις στρεβλώσεις και τις ανεπάρκειες της ελληνικής μεσαίας τάξης.
Όπως επεσήμαναν σε τελευταίε ομιλίες τους οι κ.κ. Τάσος Γιαννίτσης, πρώην υπουργός και Α. Κεφαλάς, δημοσιογράφος – οικονομολόγος και συγγραφέας ενός σημαντικού βιβλίου για την ελληνική βιομηχανία, η ελληνική μεσαία τάξη, από το ξεκίνημα του σχηματισμού της είναι προβληματική.
Παρά κάποιες προσπάθειες εκσυγχρονισμού της που έγιναν, δεν έφθασε ποτέ να δημιουργήσει ανθεκτικές, σύγχρονες και ανταγωνιστικές δομές παραγωγής και απασχόλησης, με αποτέλεσμα, σε φάσεις κρίσης, να πλήττεται η ίδια και όλη η οικονομία.
Η προσκόλληση της στο Κράτος και σε μορφές παραγωγής υπηρεσιών χαμηλής παραγωγικότητας, συντελούν ώστε η μεσαία τάξη να είναι κοινωνικά και οικονομικά φοβική και συντηρητική και να αντιδρά σε μεταβολές, που είναι μεν κοινός τόπος για όσες χώρες μετεξελίσσονται, σημαίνει, όμως, απομάκρυνση από εμπεδωμένες ισορροπίες και συμφέροντα.
Στο οικονομικό πεδίο, η συμπίεση της μεσαίας τάξης στην κρίση δεν αποτυπώνεται μόνο στην εξέλιξη της φορολογίας. Αφορά και πολλές άλλες πτυχές, όπως ενδεικτικά, τις πιέσεις από τον ιδιωτικό υπερδανεισμό, την απώλεια της εργασίας, το κλείσιμο επιχειρήσεων, την ανισότητα, την απώλεια της σταθερότητας, την αδυναμία των νέων ανθρώπων να έχουν εμπιστοσύνη στο πώς χειριζόμαστε τα μεγάλα μας θέματα.
Αυτή η κατάσταση όχι μόνον ενισχύθηκε επί Σύριζα, αλλά αποτέλεσε και εργαλείο της πολιτικής του. Η Κυβέρνηση της «πρώτης φοράς αριστερά», ήθελε απέναντί της μια κοινωνία υπηκόων και όχι πολιτών. Επεχείρησε λοιπόν να διαλύσει την παιδεία, να υποτάξει την Δικαιοσύνη και να πολιτικοποιήσει τα Σώματα Ασφαλείας, πράγμα που εν μέρει κατάφερε.
Στην οικονομία, πέρα από την ισοπέδωση του τραπεζικού συστήματος, οι Συριζανέλ, αυτά που έπαιρναν από τη μια τσέπη της μεσαίας τάξης,εν μέρει τα επέστρεφαν μεσωτης μικρής φοροδιαφυγής που είναι και ο κύριος τροφοδότης της παραοικονομίας.
Μ’ άλλα λόγια ενίσχυαν το συντεχνιακό κράτος, γεγονός που σήμερα προβάλλει ανάγλυφο αν δει κανείς κάποια προνόμια πρόσφεραν στους ταξιτζήδες. Πέρα όμως από τη διατήρηση της συντεχνιακής δομής της κοινωνίας, «η πρώτη φορά αριστερά», στην ουσία δεν προχώρησε τις ιδιωτικοποιήσεις, δεν προσέλκυσε επενδύσεις και σε καμμιά περίπτωση δεν βοήθησε με αξιοκρατικά κριτήρια τη νέα επιχειρηματικότητα.
Παγιδευμένη στην πορεία του τίποτα, που είναι στην ουσία και το ιδεολογικό πρόσταγμα της μη σοσιαλδημοκρατικής αριστεράς, ο Σύριζα άθελά του, τα χρόνια της διακυβέρνησής του, συσσώρευσε αναξιοποίητες αξίας στην Ελλάδα. Και αυτή η διάσταση φάνηκε αμέσως μετά τις ευρωεκλογές.
Όπως επεσήμανε σ’ ένα αποκαλυπτικό άρθρο του ο κ.Δημήτρης Βλάχος, τραπεζικό στέλεχος της Nomura «…η αντίδραση των αγορών στο αποτέλεσμα των ευρωεκλογών δεν αφήνει κανένα περιθώριο αμφιβολίας: Την εβδομάδα που ακολούθησε τις εκλογές, οι επενδυτές επιβράβευσαν τη νίκη του Κυριάκου Μητσοτάκη με 10% άνοδο στο Χ.Α και. σε 35 μονάδες βάσης μείωση στο 10ετές ομόλογο.
Και αυτό σε μια περίοδο που το παγκόσμιο επενδυτικό κλίμα γυρνά και δείχνει να προσδοκά παγκόσμια ύφεση, φοβούμενο την κορύφωση του εμπορικού πολέμου ΗΠΑ – Κίνας, τους δασμούς ευρωπαϊκές εξαγωγές, τις επιπτώσεις ενός άτακτου Brexit κλπ….».
Στο πλαίσιο αυτό, κατά τον κ.Δ. Βλάχο, η επόμενη Κυβέρνηση θα πρέπει άμεσα και αποτελεσματικά να διαχειριστεί τρεις βόμβες, που είναι το δημόσιο χρέος, το τραπεζικό σύστημα και ο εκτροχιασμός της ΔΕΗ. «…Οι τρεις προκλήσεις, επισημαίνει το στέλεχος της Nomura, αποτελούν απειλή για την ανάκαμψη της χώρας, αν η επόμενη κυβέρνηση δεν επιμεληθεί την άμεση διευθέτησή τους.
Ταυτόχρονα, θα πρέπει να επανακινηθεί η διαδικασία των ιδιωτικοποιήσεων που επιβραδύνθηκε σημαντικά τα τελευταία 4,5 χρόνια, και να επέλθουν νομοθετικές ρυθμίσεις για τη μείωση της φορολογίας και της γραφειοκρατίας που θα ενθαρρύνουν τις επενδύσεις από ξένους αλλά και εγχώριους επενδυτές…».
«…Η Ελλάδα πέρασε τη μεγαλύτερη ύφεση, σε βάθος και σε διάρκεια, παγκοσμίως τον τελευταίο αιώνα, χωρίς να βίωσε την υψηλή ανάπτυξη που συνήθως διαδέχεται τέτοια υφεσιακά επεισόδια, αλλά παρέμεινε κολλημένη στη στασιμότητα.
Το θετικό σε αυτή την εξέλιξη των πραγμάτων είναι ότι έχει σωρευθεί ένα τεράστιο δυναμικό αξίας το οποίο θα απελευθερωθεί αν γίνουν σι σωστές κινήσεις και επιλογές.
Το επενδυτικό ενδιαφέρον υπάρχει και είναι σοβαρό, ενώ οι τρέχουσες αποτιμήσεις είναι χαμηλές και αποτελούν σημαντικές ευκαιρίες. Στο χέρι της επόμενης ηγεσίας είναι να πεί και εντέλει να εξασφαλίσει ένα καλύτερο μέλλον που τόσο χρειάζεται και αξίζει η χώρα…».
Με αυτά τα απλά αλλά μεστά σε περιεχόμενο λόγια καταληγει ο κ. Δημ. Βλάχος και καλό θα ήταν κάποιοι να πάρουν στα σοβαρά τα όσα επισημαίνει. Διότι η κατάσταση έχει φτάσει στο αμήν και δεν σηκώνει ποια νέες λοβιτούρες του πελατειακού κράτους.