Στην κυβέρνηση ορισμένοι επιχαίρουν με την διχογνωμία των θεσμών στο θέμα του ελληνικού χρέους, καθώς τη θεωρούν πολιτικά αξιοποιήσιμη για δυο λόγους.
Tου Πάνου Μαυρίδη*
Ο πρώτος για να έχουν την ευχέρεια να επιρρίψουν την ευθύνη στους ξένους για τυχόν αποτυχία του προγράμματος και παράταση της ύφεσης.
Για αυτό και η κυβέρνηση εμφανίζεται επισπεύδουσα να κλείσει το συντομότερο η δεύτερη αξιολόγηση, προβλέποντας παράλληλα (και μάλλον προσχηματικά) ότι θα κλείσει και το θέμα του χρέους μέχρι το τέλος του έτους. Επί της ουσίας πρόκειται για αυθαίρετη πρόβλεψη με στοιχεία μαξιμαλισμού παρά ρεαλισμού.
Ο δεύτερος για να πιστωθεί πολιτικό χρόνο η κυβέρνηση. Όσο το ζήτημα του χρέους δεν επιλύεται η κυβέρνηση μπορεί να καλλιεργεί εκ του ασφαλούς τη προσδοκία ότι τα καλύτερα θα έρθουν μετά τη διευθέτηση του χρέους, καθώς όσο το πρόβλημα δεν επιλύεται, τα περιθώρια άσκησης αναπτυξιακών πολιτικών είναι περιορισμένα. Για αυτό μάλιστα επικαλείται το ΔΝΤ το οποίο επιμένει ότι το χρέος δεν είναι βιώσιμο.
Ωστόσο, η εμμονή του ΔΝΤ στη μη βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους δεν συμπίπτει με την πολιτική στόχευση της κυβέρνησης. Μάλλον το αντίθετο. Η στόχευση του είναι διαφορετική και μάλλον υπονομευτική των κυβερνητικών σχεδιασμών.
Συνιστά κατά βάση την άρνηση του Ταμείου να συμμετάσχει με χρήματα στο ελληνικό πρόγραμμα, διατηρώντας απλώς ένα συμβουλευτικό ρόλο. Ή αν τελικώς συμμετάσχει και με χρήματα να συμβεί με τους αυστηρούς όρους που έχουν τεθεί. Όροι που αντιβαίνουν στην …πολιτική ανοχή που δείχνουν οι Ευρωπαίοι στην καθυστερημένη, από ελληνικής πλευράς, υλοποίηση των συμφωνηθέντων – κάτι που μάλλον μεταβάλει επί τα χείρω τα οικονομικά δεδομένα και άρα και τους υπολογισμούς για τη βιωσιμότητα του χρέους.
Κάπως έτσι τα πράγματα περιπλέκονται. Πόσο μάλλον για το Βερολίνο (αλλά και άλλες χώρες) που έχουν αποδεχθεί τη συμμετοχή τους στο ελληνικό πρόγραμμα, με την προϋπόθεση συμμετοχής και του Ταμείου σε αυτό. Όμως, η άρνηση του Ταμείου να συμμετάσχει (προφασιζόμενο ότι το χρέος δεν είναι βιώσιμο χωρίς τις ριζικές μεταρρυθμίσεις που θέλει), δυναμιτίζει την υπάρχουσα συμφωνία και αναπόφευκτα δημιουργεί την ανάγκη νέας (μάλλον εδώ βρισκόμαστε σήμερα).
Μια τέτοια μεθόδευση σε βάθος χρόνου παραπέμπει σε 4ο Μνημόνιο, το οποίο θα τελεί υπό την αίρεση νέας έγκρισης από τα εθνικά κοινοβουλιά των κρατών μελών της ΕΕ. Και επειδή η σύνθεση τους, ειδικά σε Γαλλία και Γερμανία θα είναι διαφορετική από τη σημερινή, γίνεται κατανοητή η δυσκολία των σημερινών ηγεσίων να φέρουν άμεσα προς ψήφιση μια νέα συμφωνία δανεισμού της Ελλάδας. Ιδανικά λοιπόν προτιμούν να μείνουν στην παρούσα.
Είναι προφανές ότι με τις εκλογές ante portas σε ΗΠΑ, Γαλλία, Γερμανία, τέτοιες αποφάσεις δεν λαμβάνονται και πάντως οι σχετικές συζητήσεις παγώνουν μέχρι νεοτέρας – δηλαδή έως ότου οι ηγέτιδες δυνάμεις ξεκαθαρίσουν τα τού οίκου τους. Αυτή άλλωστε είναι κι η θέση Σόιμπλε ο οποίος αρνείται κάθε συζήτηση για το χρέος πριν το πέρας του 2018.
Μέσα σε αυτό το πλαίσιο μπορεί να πει κανείς με ασφάλεια ότι η διχογνωμία των θεσμών για το ελληνικό χρέος είναι προσχηματική (όσο προσχηματικές είναι και οι κυβερνητικές διαβεβαιώσεις για άμεση διευθέτηση του χρέους) ή ενδεικτική της πρόθεσης τους να πιέσουν την κυβέρνηση Τσίπρα να επιταχύνει τις μεταρρυθμίσεις (και της προφανούς απροθυμίας της κυβέρνησης να τις καθυστερήσει).
Αν όχι μοιάζει περισσότερο ως προσπάθεια να κερδίσουν πολιτικό χρόνο, έως ότου κληθούν σε νέα βάση να συζητήσουν την ελληνική υπόθεση – η οποία, σε κάθε περίπτωση, έχει μετατραπεί σε πεδίο αντιπαράθεσης των μεγάλων δυνάμεων για άλλου είδους διευθετήσεις που αφορούν στο μέλλον της Ευρώπης ευρύτερα και τις σχέσεις ΗΠΑ – ΕΕ αντίστοιχα.
Το ερώτημα λοιπόν που τίθεται επιτακτικά είναι αν και κατά πόσο η διχογνωμία των θεσμών, βολεύει πολιτικά την κυβέρνηση. Πιο συγκεκριμένα αν και κατά πόσο η παράταση της εκκρεμότητας βοηθά το αφήγημα της το οποίο εν προκειμένω ταυτίζεται με τη βελτίωση της ελληνικής οικονομίας, την πολυπόθητη έξοδο από την κρίση και την αρχή της ανάπτυξης. Η απάντηση είναι μάλλον αρνητική.
Διότι η παράταση της εκκρεμότητας αναστέλλει την ένταξη των ελληνικών τραπεζών στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ.
Κι όσο οι ελληνικές τράπεζες στερούνται φθηνού ευρωπαϊκού χρήματος, τόσο αδυνατούν να δανείσουν ελληνικές επιχειρήσεις, τόσο οι ελληνικές επιχειρήσεις επιβαρύνονται από την κρίση ρευστότητας, τόσο δεν επενδύουν, τόσο η ύφεση βαθαίνει, τόσο η ανάπτυξη μακραίνει.
Είναι σαφές ότι με τους δείκτες της οικονομίας να χειροτερεύουν και τις κοινωνικές πιέσεις να εντείνουν, τα χρονικά περιθώρια για την κυβέρνηση στενεύουν.
Ο χρόνος ανοχής και αντοχής της εξαντλείται. Κι αν αυτό συνδυαστεί με τυχόν επαναδιαπραγμάτευση μιας νέας συμφωνίας, το ερώτημα που τίθεται είναι πολύ συγκεκριμένο και έχει δυο σκέλη:
Διαθέτει (ή ακριβέστερα θα διαθέτει) η κυβέρνηση τα πολιτικά αποθέματα να διαπραγματευτεί και να υπογράψει ένα 4ο Μνημόνιο, όταν κι εφόσον οι δανειστές θα αποφασίσουν να ασχοληθούν σοβαρά με την ελληνική ιδιαιτερότητα; Και πιο συγκεκριμένα μέχρι του χρόνου το Φθινόπωρο που θα πραγματοποιηθούν οι γερμανικές εκλογές;
Μήπως θα ήταν προτιμότερο να προχωρήσει το ταχύτερο δυνατό σε όσα συμφώνησε, αναλαμβάνοντας και το ανάλογο πολιτικό κόστος, προσβλέποντας σε ευμενή μεταχείριση από την ΕΚΤ και ελεγχόμενη έξοδο στις αγορές;
Είναι σαφές ότι ο Αλέξης Τσίπρας έχει να επιλέξει ανάμεσα στο όποιο κόστος (και ρίσκο) της δεύτερης επιλογής και στο περισσότερο κόστος (με ανάλογο πολιτικό ρίσκο) της πρώτης.
* Ο Πάνος Μαυρίδης είναι Δημοσιογράφος – Διευθυντής του new-Deal.gr