Ως “πολύ αμφίβολη” κρίνει “την επίτευξη του φιλόδοξου στόχου που έχει τεθεί για μεγέθυνση κοντά στο 3% στο τρέχον έτος”, το Ίδρυμα Βιομηχανικών και Οικονομικών Ερευνών (ΙΟΒΕ) στο τελευταίο τεύχος για το 2016, της τετραμηνιαίας έκθεσής του υπό τον τίτλο: “Η Ελληνική Οικονομία”.
Σύμφωνα με την ίδια έκθεση, “αυτή είναι πιθανό να κυμανθεί στην περιοχή του 1,5 με 2%, ένα όχι ευκαταφρόνητο επίπεδο”, όπως σημειώνεται χαρακτηριστικά.
Κατά το ΙΟΒΕ, “αρκετές από τις λειτουργίες της οικονομίας σταδιακά ανακάμπτουν από το πλήγμα του καλοκαιριού του 2015 και βρίσκουν μια κανονικότητα. Έτσι, καθώς η βάση εκκίνησης ήταν χαμηλή, η ανάκαμψη δεν πρέπει να δημιουργεί έκπληξη. Επιπλέον, μεταρρυθμίσεις στις αγορές εργασίας και προϊόντων συνεισφέρουν θετικά, έστω με καθυστέρηση.
Επίσης, η ενίσχυση των ηλεκτρονικών μέσων πληρωμών στην αγορά βελτιώνει το ΑΕΠ, όπως και τα φορολογικά έσοδα και μειώνει αντίστοιχα τη μη καταγεγραμμένη δραστηριότητα. Όμως, αυτή η θετική αντίδραση της οικονομίας δεν μπορεί να παρερμηνεύεται ότι εξασφαλίζει μια πορεία διατηρήσιμης ανάπτυξης μεσοπρόθεσμα”.
Όπως σημειώνεται στο προοίμιο της έκθεσης, “μετά τη βαθιά ύφεση που διαρκεί από το 2008, το πραγματικό κατά κεφαλήν ΑΕΠ στη χώρα μας βρίσκεται σήμερα περίπου στο επίπεδο που είχε το 2000. Η ταχύτατη αύξηση των εισοδημάτων που παρατηρήθηκε από την είσοδο στην Ευρωζώνη και έως το 2008, στηριζόμενη κυρίως σε εξωτερικό δανεισμό, αντιστράφηκε, με μια μείωση περίπου συμμετρικής έντασης και χαρακτήρα έως το 2016. Το ίδιο λίγο-πολύ ισχύει και για τις τιμές των ακινήτων. Ήταν κυρίως η υψηλή εισροή κεφαλαίων και οι θετικές προσδοκίες που διαμόρφωναν τα νοικοκυριά και οι επιχειρήσεις που στήριξαν τότε τη μεγέθυνση. Η κρίση του 2008 ήταν διεθνής, όμως για την ελληνική οικονομία αμφισβήτησε στη βάση του το υπόδειγμά ανάπτυξης και πυροδότησε έναν κύκλο ακραίας αβεβαιότητας”.
Σύμφωνα με το ΙΟΒΕ, “αν και βαριά τραυματισμένη πάντως, η οικονομία δεν έχει βρεθεί κάτω από το επίπεδο της εισόδου στην Ευρωζώνη, δεν είναι χωρίς σφυγμό και χωρίς θετικές προοπτικές. Ένας νέος κύκλος ανάπτυξης είναι εφικτός, όμως δεν μπορεί να ξεκινήσει αυτόματα, ιδίως καθώς η πρόσβαση σε εξωτερικά κεφάλαια θα είναι αναγκαστικά περισσότερο μετρημένη. Απαιτείται πολύ καθαρό πολιτικό στίγμα και ανάλογη κοινωνική στήριξη. Τότε μόνο θα υπάρξει σημαντική άνοδος επενδύσεων και αντιστροφή των αρνητικών προσδοκιών στη βάση ενός αξιόπιστου προτύπου ανάπτυξης. Καθώς μάλιστα βασικές ανισορροπίες της οικονομίας έχουν ουσιαστικά διορθωθεί, ήδη εδώ και περίπου μια διετία, δύσκολα γίνεται κατανοητό γιατί τόσο από την ελληνική πλευρά όσο και από τους εξωτερικούς εμπλεκόμενους θεσμούς δεν φαίνεται να αξιολογείται ως εξαιρετικά σημαντικός παράγοντας ο χρόνος που χάνεται. Άλλωστε, και η επιτυχία στην εξισορρόπηση των περίφημων δίδυμων ελλειμάτων μπορεί να αναιρεθεί αν ακολουθηθεί στη συνέχεια λάθος δρόμος”.
Στο εξωτερικό ισοζύγιο, σημειώνεται στην ίδια έκθεση, “η ανάπτυξη αναπόφευκτα θα φέρει και άνοδο των εισαγωγών, οπότε πρέπει να υπάρχει και συστηματική άνοδος των εξαγωγών. Δημοσιονομικά, δεν θα είναι διατηρήσιμη η ισορροπία μέσω της υπερβολικής επιβάρυνσης όσων τηρούν το σύνολο των νόμων και των κανόνων, ούτε με υπερβολική μεταφορά πόρων, μέσω του προϋπολογισμού, από τους εργαζόμενους, προκειμένου να καλύπτονται ελλείματα του ασφαλιστικού. Άρα για να είναι διατηρήσιμη η σημαντική εξισορρόπηση του έχει επιτευχθεί, χρειάζεται η επιμονή σε μεταρρυθμιστικές τομές. Τέτοιες διαρθρωτικές κινήσεις θα συνεισφέρουν συνολικά προς την κατεύθυνση της αξιοπιστίας του οικονομικού προγράμματος και τελικά της ανάπτυξης”.
Κατά το ΙΟΒΕ, “για να κινηθεί συστηματικά ανοδικά η οικονομία από το σημερινό σημείο εκκίνησης, είναι απαραίτητο να υπάρξει σταθεροποίηση της οικονομικής πολιτικής σε μια αξιόπιστη κατεύθυνση χωρίς αμφιβολίες για ενδεχόμενες παλινδρομήσεις. Όσο αφήνεται να θεωρείται ότι καταστροφικές προοπτικές μπορεί να είναι ίσως αποδεκτά ενδεχόμενα, η οικονομία θα καρκινοβατεί στα σημερινά επίπεδα. Αν οι διαχειριστές της οικονομίας εκατέρωθεν του τραπεζιού της διαπραγμάτευσης δεν μπορούν να πείσουν ότι η μόνη τους πρόθεση και μέριμνα είναι να τεθεί η οικονομία σε διατηρήσιμη τροχιά ανάπτυξης, κάθε άλλη σκέψη ή πρόθεση τρίτων πολύ μικρή μόνο σημασία μπορεί να έχει. Θα είναι τόσο απογοητευτικό όσο και επικίνδυνο να εκτροχιαστεί το πρόγραμμα και μια παρατεταμένη καθυστέρηση πράγματι αντιστοιχεί σε εκτροχιασμό. Οι βάσεις για βελτίωση στο άμεσο προσεχές διάστημα ασφαλώς υπάρχουν, όπως καταδεικνύεται από επιμέρους δείκτες, όπως της βιομηχανικής παραγωγής, εξαγωγών αγαθών και κατηγοριών επενδύσεων. Η οικονομία έχει περάσει από ιδιαίτερα δύσκολα μονοπάτια, όμως ακόμα έχει σφυγμό.
Σύμφωνα με την ίδια έκθεση, “όσο υπάρχει χρονοτριβή στο ξεκαθάρισμα των όρων της ανάπτυξης της οικονομία, δημιουργείται επιπλέον κόστος και κίνδυνος σε τουλάχιστον τρία ζητήματα. Πρώτον, ενώ το σύνολο σχεδόν του ελληνικού πληθυσμού έχει βιώσει δραστική μείωση του εισοδήματος, της περιουσίας και του βιοτικού επιπέδου του, το πλήγμα είναι ιδιαίτερα βαρύ για όσους βρίσκονται ή πλησιάζουν σε συνθήκες φτώχειας, ιδίως σε κατάσταση μακροχρόνιας ανεργίας. Είναι επείγον να επιταχυνθεί η δημιουργία πλέγματος προστασίας, με στοχευμένες δράσεις και άξονα το πρόγραμμα ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος. Είναι επίσης κρίσιμο να αυξηθεί η ποιότητα των υπηρεσιών υγείας και εκπαίδευσης, όπου παρατηρείται έλλειμα αποτελεσματικότητας.
Δεύτερον, όσο παρατείνεται η αβεβαιότητα παγώνουν οι αποφάσεις για σημαντικές επενδύσεις, τόσο σε φυσικό κεφάλαιο (όπως στην ενέργεια και άλλους σημαντικούς κλάδους όπου παρατηρείται αποεπένδυση και απαιτείται ξεκαθάρισμα των κανόνων), όσο και σε ανθρώπινο κεφάλαιο (η εκπαίδευση είναι αναγκαίος μοχλός για ανταγωνιστικότητα χωρίς μείωση μισθών, για καινοτομία, όσο και για κοινωνική κινητικότητα).
Τρίτον, η ελληνική κρίση πλέον εξελίσσεται μέσα σε ένα ευμετάβλητο και θολό ευρωπαϊκό και διεθνές περιβάλλον. Η διαδικασία απόσχισης του Ηνωμένου Βασιλείου από την Ευρωπαϊκή Ένωση θέτει εκ των πραγμάτων την Ένωση μπροστά σε επιλογές. Μια στάση αναμονής από της ελληνική πλευρά δεν μπορεί να είναι κατανοητή. Αν, όπως είναι πολύ πιθανό, υπάρξει απόπειρα επιτάχυνσης της εμβάθυνσης κοινών πολιτικών σε ευρωπαϊκό επίπεδο (όπως στα δημοσιονομικά και τραπεζικά), η Ελλάδα δεν πρέπει να επιτρέψει να θεωρηθεί ότι απέχει σημαντικά από το κατάλληλο επίπεδο εκκίνησης.
Αν, από την άλλη, παρατηρηθούν φυγόκεντρες τάσεις και έλλειψη συντονισμού, η χώρα έχει έναν λόγο παραπάνω να έχει καλύψει έγκαιρα το απαραίτητο έδαφος, αλλιώς θα βρεθεί εκτεθειμένη και ευάλωτη.