Τα περιθώρια χρόνου είναι πλέον ιδιαίτερα στενά για την αξιολόγηση. Τα προσεχή 24ωρα οι παρασκηνιακές διαβουλεύσεις αναμένεται να ενταθούν σε όλα τα επίπεδα ενόψει της συνεδρίασης του κρίσιμου EuroWorking Group τη Δευτέρα. Πρόκειται για το βασικό σταθμό στις διαπραγματεύσεις πριν από την κρίσιμη συνεδρίαση του Eurogroup στις 5 Δεκεμβρίου. Από το πώς θα εξελιχθεί εκεί η διαπραγμάτευση θα κριθεί και το εάν θα επιστρέψει η τρόικα στην Αθήνα μέσα στον Δεκέμβριο. Ήδη πάντως ξένοι αξιωματούχοι διατηρούν ανοικτό το ενδεχόμενο να υπάρξει και κάποιο νέο Eurogroup για την Ελλάδα μέσα στον Δεκέμβριο.
Στον αέρα απειλεί να τινάξει τη δεύτερη αξιολόγηση και τη συνολική συμφωνία για χρέος – πλεονάσματα, η κόντρα Βερολίνου – ΔΝΤ, πυροδοτώντας σενάρια και για πολιτικές εξελίξεις. Σύμφωνα με την Ημερησία, ξένοι αξιωματούχοι θεωρούν πλέον ότι δημιουργείται ένα ισχυρό ρίσκο να καθυστερήσει η αξιολόγηση και οι αποφάσεις για το χρέος, σε ένα ιδιαίτερα σύνθετο πολιτικό περιβάλλον για την Ευρωζώνη που περιπλέκει τα πράγματα.
Το Ταμείο διατηρεί μια σταθερή θέση -όπως είχε γίνει και στην προηγούμενη αξιολόγηση- με αποτέλεσμα να έχει παραμείνει εδώ και μήνες στη θέση του παρατηρητή και να μην εμπλέκεται ως χρηματοδότης στο ελληνικό πρόγραμμα – και επιμένει πως «τα νούμερα δεν βγαίνουν». Ως εκ τούτου, διατηρεί ζωντανή την απειλή για πρόσθετα μέτρα -τουλάχιστον 3,5 δισ. ευρώ- εάν η Ευρωζώνη επιμείνει στα «δονκιχωτικά» πλεονάσματα του 3,5% για την τριετία 2018 – 2020. Κάτι που όπως καθίσταται σαφές και από τις τελευταίες συζητήσεις στην Αθήνα, αλλά και από επίσημες τοποθετήσεις κορυφαίων Ευρωπαίων αξιωματούχων, είναι το σενάριο που επικρατεί για τους Ευρωπαίους, μέχρι νεωτέρας.
Για το Ταμείο με τα σημερινά δεδομένα το πλεόνασμα που διασφαλίζεται το 2018, δεν υπερβαίνει το 1,5% και για οτιδήποτε περισσότερο θα πρέπει να υπάρχουν σαφείς δεσμεύσεις με προκαθορισμένες μάλιστα παρεμβάσεις. Δηλαδή με μέτρα εδώ και τώρα, πόσο δε μάλλον εάν υιοθετηθεί ο στόχος του 3,5% και για τη διετία 2019 – 2020. Το γεγονός ότι το Ταμείο με την τελευταία του έκθεση έχει ανοίξει και θέμα μείωσης κύριων συντάξεων, ενώ επιμένει διαχρονικά πως πρέπει να υπάρξει και μείωση του αφορολόγητου, ενώ έχει σοβαρές επιφυλάξεις για την επάρκεια χρηματοδότησης του Εισοδήματος Κοινωνικής Αλληλεγγύης, δημιουργεί ένα σκηνικό έντονων πιέσεων.
Η ώρα της αλήθειας
Αν και η διαφωνία των δύο πλευρών είναι γνωστή και «κυνηγάει» το ελληνικό πρόγραμμα τα τελευταία χρόνια, η παρούσα συγκυρία είναι ιδιαίτερη. Ξένος αξιωματούχος εκτιμά πως η ώρα της αλήθειας έχει φθάσει για όλες τις πλευρές, που προσέρχονται στις διαπραγματεύσεις με μαξιμαλιστική προσέγγιση, ο καθένας, κυρίως, για λόγους εσωτερικής κατανάλωσης.
Το Ταμείο, αντιμετωπίζοντας έναν Σόιμπλε, που για πρώτη φορά δεν έχει την πολυτέλεια χρόνου να καθυστερεί κατά το δοκούν τη διαπραγμάτευση και μάλιστα για ένα θέμα ελάχιστα δημοφιλές στην προεκλογική Γερμανία, ζητά λύση εδώ και τώρα. Τι περιλαμβάνει αυτή; Ένα φιλόδοξο πακέτο βραχυπρόθεσμων μέτρων αναδιάρθρωσης χρέους, εξαγγελία των μεσοπρόθεσμων μέτρων, ακόμη και εάν αυτά περιγράφονται με αδρές γραμμές, ενώ το κύριο βάρος το ρίχνει, σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις στην επανεξέταση και χαλάρωση των στόχων για τα πλεονάσματα.
Για το Ταμείο, όποιοι στόχοι συμφωνηθούν θα πρέπει να είναι «δεμένοι» με συγκεκριμένα, προκαθορισμένα μέτρα, και η απαίτηση αυτή είναι που βάζει φωτιά στη διαπραγμάτευση και για την ελληνική πλευρά. Ο βασικός όρος για να συμμετάσχει το Ταμείο, όπως επιθυμεί ο Β. Σόιμπλε που δεν εμπιστεύεται την Κομισιόν και ποντάρει στην αξιοπιστία του ΔΝΤ για να περνά τις μη δημοφιλείς αποφάσεις για την Ελλάδα από το γερμανικό κοινοβούλιο, είναι «τα νούμερα να βγαίνουν». Και για το Ταμείο η διαφωνία ως προς το πλεόνασμα του 2018 και το δημοσιονομικό «μονοπάτι» που επιβάλλει η Ευρωζώνη στην Ελλάδα μεσοπρόθεσμα παραμένει ένα ανοικτό ζήτημα και είναι δύσκολο να αντιμετωπιστεί.
Έτσι η επίτευξη συμφωνίας μεταξύ Ευρωζώνης και Ταμείου που θα διασφαλίσει τη συμμετοχή του ΔΝΤ εξελίσσεται σε θρίλερ, όπως άλλωστε αποτυπώθηκε και στο σίριαλ των τελευταίων ημερών με τη ματαίωση – αναβολή της συνεδρίασης του Washington Group στο Βερολίνο. Σύμφωνα με ορισμένους αναλυτές το περιστατικό ήταν ενδεικτικό της δύσκολης θέσης στην οποία βρίσκεται αυτή τη φορά και ο Β. Σόιμπλε: Η όποια διαπραγμάτευση με το ΔΝΤ για το ελληνικό χρέος και η όποια προσπάθεια εύρεσης χρυσής τομής πρέπει να γίνει διακριτικά και μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας.
Ισχυρό το ρίσκο καθυστερήσεων
Με τα σημερινά δεδομένα, χωρίς όμως να αποκλείονται διαφορετικές εξελίξεις επίσπευσης των προσπαθειών για συμβιβασμό εν αναμονή και του κρίσιμου ιταλικού δημοψηφίσματος στις 4 Δεκεμβρίου, το πρόβλημα με την παραμονή ή την έξοδο του ΔΝΤ δημιουργεί έναν ισχυρό κίνδυνο για καθυστέρηση της αξιολόγησης έως το επόμενο έτος.
Μόνο που αυτή τη φορά δεν υπάρχει πολυτέλεια χρόνου, όχι εξαιτίας των πιέσεων στη ρευστότητα της Ελλάδας που εκτιμάται πως ξεκινούν από τον Απρίλιο, αλλά κυρίως εξαιτίας της πιεστικής ανάγκης για την ελληνική οικονομία να προλάβει να ενταχθεί στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ. Κάτι που εκτιμάται ότι προϋποθέτει συμφωνία έως τα τέλη Ιανουαρίου – αρχές Φεβρουαρίου το αργότερο.
Η άλλη εναλλακτική για την Ευρωζώνη, εφόσον δεν επιλυθεί η διαφωνία με το ΔΝΤ, είναι η αποχώρηση του Ταμείου από το πρόγραμμα. Το σενάριο αυτό δημιουργεί μια σειρά από προβλήματα, αφού πολλοί εκ των ισχυρών στην Ευρωζώνη αντιμετωπίζουν εκλογές και θα είναι δύσκολο να διαχειριστούν ένα τέτοιο διαζύγιο στην παρούσα φάση. Πρέπει να σημειωθεί πως εάν αποχωρήσει το Ταμείο θα πρέπει να αποπληρωθεί, ενώ την ίδια ώρα η παρουσία του για αρκετές κυβερνήσεις λειτουργεί ως θεματοφύλακας του ελληνικού προγράμματος.
Λίστες μέτρων, εδώ και τώρα
Ενδεικτικό της κρισιμότητας της κατάστασης είναι και το ότι η κυβέρνηση, εμμέσως πλην σαφώς, αναφέρθηκε στον κίνδυνο μιας πρόωρης εκλογικής αναμέτρησης. Η απειλή του προκαθορισμού δύσκολων μέτρων, ίσως και για τη διετία 2018 – 2020 από τώρα και η δυστοκία των Ευρωπαίων να παράξουν μια εποικοδομητική συμφωνία – πακέτο για χρέος και πλεονάσματα, μετατρέπει το έδαφος σε κινούμενη άμμο και για την ελληνική πλευρά. Όπως μάλιστα σχολιάζει αξιωματούχος το ενδεχόμενο μη συμφωνίας μεταξύ των πιστωτών και αποχώρησης του Ταμείου, δεν θα ήταν βέβαιο πως θα ωφελούσε την Ελλάδα στην παρούσα φάση, αφού το πιθανότερο είναι να το εκλάμβαναν αρνητικά οι αγορές, στις οποίες ευελπιστεί να επιστρέψει το Δημόσιο τον επόμενο χρόνο.
Σε κάθε περίπτωση η όποια συμφωνία επιτευχθεί για την Ελλάδα θα είναι δύσκολη. Στο προσχέδιο του επικαιροποιημενου Μνημονίου, που παραδόθηκε στην ελληνική κυβέρνηση καθίσταται σαφές ότι, μέχρι στιγμής και εάν οι Ευρωπαίοι δεν αλλάξουν πορεία, θα πρέπει να κατατεθεί και να ψηφιστεί το νέο Μεσοπρόθεσμο της περιόδου 2018-2020, με στόχο πλεονάσματος 3,5% του ΑΕΠ. Ακυρώνοντας έτσι στην πράξη τη διαπραγμάτευση της ελληνικής πλευράς για μείωση των στόχων για τα πλεονάσματα σε πιο λογικά επίπεδα της τάξης του 2% με 2,5%. Στην περίπτωση δε που θα πρέπει να διασφαλιστεί και η συμμετοχή του ΔΝΤ το πρόβλημα θα είναι μεγαλύτερο, αφού το Ταμείο θέλει να προκαθοριστούν και τα συγκεκριμένα μέτρα που θα διασφαλίσουν τους συμφωνημένους στόχους για τα πλεονάσματα.
Στο επίκεντρο δε των απαιτήσεων βρίσκεται η απαίτηση για δραστική μείωση του αφορολόγητου των 8.600 ευρώ, παλαιότερα είχαν υπάρξει διαρροές για μείωσή του ακόμη και στις 5.000 – 6.000 ευρώ αλλά και το θέμα – ταμπού των περικοπών κύριων συντάξεων. Ακόμη όμως και χωρίς τις ακραίες απαιτήσεις του ΔΝΤ η κατάσταση δεν θα είναι ρόδινη για την ελληνική πλευρά, αφού στο τραπέζι βρίσκονται λίστες μέτρων και προαπαιτούμενων, με την ευρωπαϊκή πλευρά των Θεσμών να επιμένει ιδιαίτερα και στον περιορισμό του μισθολογικού κόστους στο Δημόσιο.
Μεταξύ των κεντρικών ζητημάτων που θέτουν οι πιστωτές, πέραν των εργασιακών και των συντάξεων, είναι η επανεξέταση από μηδενική βάση των 3,56 δισ. ευρώ φοροαπαλλαγών και εξαιρέσεων, η αναθεώρηση σειράς κοινωνικών και προνοιακών επιδομάτων, η είσπραξη ληξιπρόθεσμων οφειλών με νέο στρατηγικό σχέδιο έως το τέλος του 2017, υποχρεωτικές ηλεκτρονικές συναλλαγές, η μείωση του μισθολογικού κόστους του Δημοσίου και αυστηρότεροι όροι για τον επανυπολογισμό των συντάξεων.
«Κοντά σε συμφωνία»
«Είμαστε πολύ κοντά σε πολιτική συμφωνία για να κλείσει η αξιολόγηση στις 5 Δεκεμβρίου». Αυτό τόνιζαν προχθες κυβερνητικές πηγές αναφέροντας ότι δημοσιονομικά και εργασιακά είναι τα ζητήματα αιχμής για τα οποία η ελληνική πλευρά δεν κάνει υποχωρήσεις. «Η κυβέρνηση δεν συζητά νέα μέτρα», ανέφεραν οι ίδιες πηγές λέγοντας ακόμη ότι έχουν συμφωνηθεί τα βραχυπρόθεσμα μέτρα για το χρέος και θα συγκεκριμενοποιηθούν τις επόμενες ημέρες.
Εν τω μεταξύ, τηλεφωνική επικοινωνία είχε ο Αλέξης Τσίπρας με τον Ζ.Κ. Γιούνκερ . Σύμφωνα με τον εκπρόσωπο της Κομισιόν, Μ. Σχοινά, «ήταν ένα χρήσιμο και επικοδομητικό τηλεφώνημα καθώς η δεύτερη αξιολόγηση οδεύει προς ολοκλήρωση και ιδιαίτερα ενόψει της επίσκεψης Μοσκοβισί στην Αθήνα. Ο ίδιος ανέφερε ότι ήταν μια ευκαιρία να συζητηθεί η πρόοδος του ελληνικού προγράμματος. «Είναι γνωστές οι προσπάθειες και η προσήλωση του προέδρου Γιούνκερ να κρατήσει την Ελλάδα στην ευρωζώνη» τόνισε ο κ. Σχοινάς υπογραμμίζοντας ότι αυτή η συζήτηση έχει πλέον τελειώσει.