Νέο «κούρεμα» 30% στις καταβαλλόμενες συντάξεις θα φέρουν οι «ευέλικτες» συμβάσεις εργασίας με τα μειωμένα ωράρια (κάτω των 20 ωρών την εβδομάδα) και τους αντίστοιχα μειωμένους μισθούς (των 200,400 ή και 500 ευρώ), σύμφωνα με την Ημερησία.
Την πρόβλεψη αυτή κάνουν στην «Ημερησία» ο ομότιμος καθηγητής του Παντείου Σάββας Ρομπόλης και ο υποψήφιος διδάκτορας του Παντείου Πανεπιστημίου Βασίλης Μπέτσης με σημείο εκκίνησης τον σημερινό «χάρτη» της μισθωτής εργασίας – όπως αυτός έχει διαμορφωθεί μετά την επικράτηση σε ποσοστό 60% στις νέες προσλήψεις των συμβάσεων μερικής και εκ περιτροπής απασχόλησης – και το ηπιότερο σενάριο για την εξέλιξη αυτών των μορφών εργασίας σε βάθος χρόνου. Το έλλειμμα στις εισφορές, με βάση την προβολή της σχετικής μελέτης, θα φτάσει τα 90 δισ. ευρώ την περίοδο 2017 ? 2050. Και, θα «ανοίξει» ακόμη μια «μαύρη τρύπα» στο ήδη «διάτρητο», ως προς τα έσοδα, σύστημα από την υψηλή ανεργία, την εκτεταμένη αδήλωτη ή μερικώς δηλωμένη εργασία, την εισφοροαποφυγή (ιδιαίτερα μετά τη σύνδεση που έγινε από 1/1/2017, του εισοδήματος με το ύψος των εισφορών) και τις ανείσπρακτες οφειλές.
Η ΑΝΕΡΓΙΑ
Οι Σ. Ρομπόλης και Β. Μπέτσης, ξεκινώντας από την πρόβλεψη του ΔΝΤ (Π. Τόμσεν) στο Παγκόσμιο Οικονομικό Forum στο Davos (Ελβετία, Ιανουάριος 2017), σχολιάζουν πως «είναι αντίστοιχη με αυτή του Ινστιτούτου Εργασίας της ΓΣΕΕ, στις αρχές της δεκαετίας του 2010, την οποία, ωστόσο, εκείνη την περίοδο η Γενική Συνομοσπονδία προέβαλε συνδικαλιστικά και κοινωνικά, προκειμένου να αναδείξει, εκ των προτέρων, τις αναμενόμενες μετρήσιμες συνέπειες της εφαρμογής των Μνημονίων στην εξέλιξη του ΑΕΠ, της ανεργίας, της απασχόλησης, της κοινωνικής ασφάλισης, κ.λπ. Η συγκεκριμένη πρόβλεψη εκτιμούσε, ότι «η μείωση του διαμορφούμενου (2013) υψηλού επιπέδου (28,5%) της ανεργίας, εξαιτίας των ασκούμενων πολιτικών ύφεσης και λιτότητας των Μνημονίων, στα επίπεδα του 2009 ( 9,5%, 450.000 άτομα) θα απαιτούσε τουλάχιστον 20 χρόνια». Και εξηγούν ότι «αντίθετα, η πρόσφατη αναφορά του ΔΝΤ, σηματοδοτεί ουσιαστικά αφενός τη συνέχιση της συμμετοχής του Διεθνούς Οργανισμού στο ελληνικό πρόγραμμα και αφετέρου την άσκηση πιέσεων στην Ελλάδα, στο πλαίσιο της διαπραγμάτευσης, για τη λήψη πρόσθετων μέτρων (π.χ. σημαντική μείωση του αφορολόγητου ορίου, κατάργηση της προσωπικής διαφοράς των συντάξεων (παλαιών και νέων), γενικευμένη απελευθέρωση και ευελιξία των μορφών απασχόλησης, κ.λπ.), προκειμένου, κατά την άποψη του ΔΝΤ, να μειωθεί το υψηλό επίπεδο ανεργίας (23,4%, 2016) και ιδιαίτερα της ανεργίας των νέων στην χώρα μας».
Η ΕΥΕΛΙΚΤΗ ΕΡΓΑΣΙΑ
Οπως προκύπτει από την έρευνα, οι Σ. Ρομπόλης και Β. Μπέτσης υπογραμμίζουν ότι η απελευθέρωση της αγοράς εργασίας και η γενικευμένη ευελιξία των μορφών απασχόλησης, δεν συμβάλλουν στη μείωση της ανεργίας και στη δημιουργία σταθερών και αμειβόμενων νέων θέσεων εργασίας, αλλά συμβάλλουν στην απόκρυψη του υψηλού, στην πραγματικότητα, επιπέδου ανεργίας. Έτσι παρατηρείται η ταυτόχρονη συρρίκνωση του ΑΕΠ με τη δημιουργία περισσότερων αλλά ευέλικτων και χαμηλά αμειβόμενων θέσεων απασχόλησης. Πιο συγκεκριμένα, σήμερα στην Ελλάδα, σύμφωνα με τα στοιχεία του πληροφοριακού συστήματος Εργάνη παρουσιάζεται σημαντική αύξηση της ευέλικτης μισθωτής απασχόλησης. Πράγματι, το 2016 καταγράφηκε ότι από τις 82.679 θέσεις εργασίας που δημιουργήθηκαν, το 57,34% ήταν με δηλωμένο εβδομαδιαίο ωράριο κάτω των 20 ωρών και από αυτούς το 48,4% είχε μηνιαίες μεικτές αποδοχές κάτω των 600 ευρώ. Αναλυτικότερα, από τα στοιχεία για τις αποδοχές των μισθωτών, το σύστημα Εργάνη κατέγραψε ότι 41,25% των μισθωτών λαμβάνει μεικτό μισθό κάτω των 700 ευρώ και το 63,2% κάτω των 1.000 ευρώ μεικτά. Έτσι, λαμβάνοντας υπόψη τα στοιχεία του πληροφοριακού συστήματος Εργάνη για την κατανομή των μορφών απασχόλησης της μισθωτής εργασίας καθώς και του ύψους των μισθών, αποτιμήθηκαν οι συνέπειες αυτής της νέας εργασιακής πραγματικότητας, όπως αυτή προκαλείται από την υλοποίηση των πολιτικών των Μνημονίων στο σύστημα κοινωνικής ασφάλισης. Η αποτίμηση αναφέρεται στο χρονικό διάστημα 2017-2050. Σ’ αυτή τη χρονική περίοδο θεωρήθηκε: μέσος ρυθμός αύξησης του ΑΕΠ 1,5% και κατανομή των μισθωτών εργαζομένων, όπως αποτυπώνεται από το σύστημα Εργάνη τον Δεκέμβριο του 2016 (δηλαδή το 57,34% των εργαζομένων θα είναι με απασχόληση κάτω των 20 ωρών και το 41,25% θα έχει μηνιαίες μεικτές αποδοχές κάτω των 700 ευρώ). Επίσης, θεωρήθηκε ότι και οι νέες θέσεις εργασίας που θα δημιουργούνται στο μέλλον θα έχουν την ίδια κατανομή (ήπιο σενάριο – moderate scenario). Από τα ευρήματα των αναλογιστικών προβολών, κατά το χρονικό διάστημα 2017-2050, λόγω των ευέλικτων μορφών απασχόλησης, προκύπτει ότι από το κοινωνικο – ασφαλιστικό σύστημα θα χαθούν συνολικά 90 δισ. ευρώ περίπου, δηλαδή 2,6 δισ. ευρώ κατά μέσο όρο τον χρόνο. Αναλυτικότερα θα χαθούν σε ασφαλιστικές εισφορές 1,435 δισ. ευρώ το 2017, 1,525 δισ. ευρώ το 2018, 1,580 δισ. ευρώ το 2019, 1,64 δισ. ευρώ το 2020, 1,96 δισ. ευρώ το 2021 και 2,1 δισ. ευρώ το 2022. Δηλαδή, το σύστημα κοινωνικής ασφάλισης θα στερείται κατά μέσο όρο τον χρόνο από ασφαλιστικές εισφορές 1,12% του ΑΕΠ περίπου, λόγω των ευέλικτων μορφών απασχόλησης.
Το γεγονός αυτό αποτελεί σημαντική αντίφαση στους ποσοτικούς υπολογισμούς των δανειστών και του ΔΝΤ, με την έννοια ότι ενώ προωθούνται πολιτικές γενικευμένης ευελιξίας των μορφών απασχόλησης (gig economy) ώστε να μειωθεί το μισθολογικό κόστος και να δημιουργηθούν, κατά τους ισχυρισμούς τους, νέες θέσεις εργασίας, εντούτοις στις αναλογιστικές τους μελέτες θεωρούν ότι οι δημιουργούμενες θέσεις εργασίας θα είναι πλήρους απασχόλησης αφού προβλέπουν ότι το επίπεδο των μέσων αποδοχών θα είναι 1.300 ευρώ μεικτά.
Παρατηρείται η ταυτόχρονη συρρίκνωση του ΑΕΠ με τη δημιουργία περισσότερων αλλά ευέλικτων και χαμηλά αμειβόμενων θέσεων απασχόλησης
Το 41,25% των μισθωτών λαμβάνει μεικτό μισθό κάτω των 700 ευρώ και το 63,2% κάτω των 1.000 ευρώ
Eπιβάρυνση
Απώλεια 90 δισ.
Με αφετηρία τα ευρήματα αυτά της έρευνας, είναι φανερό ότι είτε θα πρέπει κατά το χρονικό διάστημα 2017-2050 να επιβαρυνθεί ο κρατικός προϋπολογισμός κατά 90 δισ. ευρώ, ποσό το οποίο οι δανειστές δεν έχουν προβλέψει στις μελέτες τους, είτε θα πρέπει να εξοικονομείται διαμέσου της μείωσης των συντάξεων ποσό ίσο με 1,12% του ΑΕΠ τον χρόνο. Η επιλογή της δεύτερης περίπτωσης σημαίνει ότι το επίπεδο των συντάξεων θα πρέπει να μειωθεί περαιτέρω κατά 30%, αφού η κρατική χρηματοδότηση θα περιορίζεται μόνο στην εθνική σύνταξη. Με άλλα λόγια, όπως αποδεικνύεται από την έρευνα, οι ευέλικτες μορφές απασχόλησης στην χώρα μας, όπως και στις άλλες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αποτελούν, μεταξύ των άλλων, σοβαρή απειλή για το μελλοντικό επίπεδο των συντάξεων και δεν συνιστούν, όπως ισχυρίζονται το ΔΝΤ, η ΕΚΤ και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, κινητήρια δύναμη ανάκαμψης της οικονομίας, δημιουργίας νέων θέσεων εργασίας, μείωσης της ανεργίας, αύξησης της απασχόλησης, βελτίωσης του επιπέδου ανταγωνιστικότητας και ενδυνάμωσης των οικονομικών του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης. «Γι’ αυτό τον λόγο επιβάλλεται ο άμεσος σχεδιασμός και η υλοποίηση πολιτικών ρύθμισης και αντιμετώπισης των ευέλικτων μορφών απασχόλησης στην Ελλάδα και στα άλλα κράτη-μέλη της Ε.Ε.», καταλήγουν.