Η Μεσαία Τάξη και οι νέοι υπέστησαν το ισχυρότερο πλήγμα από την οικονομική κρίση που “χτύπησε” την Ελλάδα τα τελευταία χρόνια.
Σύμφωνα με έρευνα της διαΝΕΟσις, την περίοδο 2009-2014 το εισόδημα των ελληνικών νοικοκυριών μειώθηκε κατά 42% ενώ η μέση μείωση του μηνιαίου εισοδήματος ήταν την ίδια χρονική περίοδο 513 ευρώ.
Ακόμα, η έρευνα τονίζει ότι η συζήτηση για την οικονομική κρίση συχνά παραβλέπει το γεγονός ότι η κρίση δεν βιώθηκε με ομοιόμορφο τρόπο από όλες τις κοινωνικές ομάδες.
Στη διάρκεια των τελευταίων ετών, κάποιοι (κατά τεκμήριο οι περισσότεροι) είδαν το εισόδημά τους να μειώνεται, κάποιοι να μένει σταθερό και κάποιοι άλλοι (έστω λίγοι) ακόμη και να αυξάνεται. Πέρα όμως από τις ανακατατάξεις στα εισοδήματα μεγάλο ενδιαφέρον παρουσιάζουν και οι επιπλέον όψεις του φαινομένου της κοινωνικής κοινωνικότητας των τελευταίων ετών: η εργασιακή κινητικότητα, η «νέα μετανάστευση», και η διαγενεακή κινητικότητα.
Ποιοι επλήγησαν περισσότερο από την οικονομική κρίση και πώς διαμορφώνεται το φαινόμενο της κοινωνικής κινητικότητας; Η νέα έρευνα της διαΝΕΟσις, με συντονιστή τον Καθηγητή στο Πολυτεχνείο του Μιλάνου, Μάνο Ματσαγγάνη, επιχειρεί να δώσει απαντήσεις στα παραπάνω ερωτήματα, αναλύοντας διεξοδικά πλήθος στοιχείων και καταλήγοντας σε συγκεκριμένες προτάσεις για τον ανασχεδιασμό των δημόσιων πολιτικών.
Ακολουθούν κάποια από τα βασικά ευρήματα της έρευνας.
Ποιοι ήταν οι χαμένοι της κρίσης;
Η κρίση έπληξε περισσότερο τους εργαζόμενους από ό,τι τους συνταξιούχους.
Αυξήθηκε σημαντικά ο σχετικός κίνδυνος φτώχειας των παιδιών. Το φτωχότερο δεκατημόριο του πληθυσμού το 2014 ήταν κατά 56% φτωχότερο από το αντίστοιχο δεκατημόριο το 2009.
Το πλουσιότερο δεκατημόριο το 2014 ήταν κατά 42% φτωχότερο από το αντίστοιχο δεκατημόριο το 2009.
Οι απώλειες ήταν μεγαλύτερες για τις οικογένειες με ένα ή δύο παιδιά από ό,τι για τις οικογένειες χωρίς παιδιά, ή με τρία παιδιά και άνω.
Ποιες ήταν οι επιπτώσεις στην αγορά εργασίας;
Η μείωση της απασχόλησης ήταν μεγαλύτερη για τους άνδρες και για τους κλάδους της οικοδομής (-63%), της βιομηχανίας, του ηλεκτρισμού και της ύδρευσης (-38%).
Μικρότερη στους τομείς της δημόσιας διοίκησης (-2%) και στον πρωτογενή τομέα (-9%).
Ο αριθμός εργαζομένων μειώθηκε περισσότερο στις μικρότερες ηλικίες, με τους εργαζόμενους έως 29 ετών να μειώνονται στο μισό. Οι εργαζόμενοι ηλικίας 45-64 μειώθηκαν μόνο κατά 9%.
Η μείωση της απασχόλησης ήταν αντιστρόφως ανάλογη με τομορφωτικό επίπεδο των εργαζομένων.
Οι εργαζόμενοι απόφοιτοι δημοτικού, γυμνασίου λυκείου ή κάποιας μεταλυκειακής εκπαίδευσης μειώθηκαν σημαντικά (από 53% έως 20%).
Οι εργαζόμενοι με μεταπτυχιακό ή διδακτορικό αυξήθηκαν κατά 57%
Σχετικά με την εξέλιξη των αμοιβών και την κοινωνική κινητικότητα:
Η μέση αμοιβή μειώθηκε κατά περισσότερο από ένα πέμπτο (-21,8%) ανά εργαζόμενο.
Η μέση μείωση αμοιβών ήταν 30% (σε αποπληθωρισμένα μεγέθη).
Στην Ελλάδα είναι 2,2 φορές πιθανότερο κάποιος που έχει μεγαλώσει σε οικογένεια που τα “βγάζει πέρα δύσκολα” να τα βγάζει πέρα δύσκολα και σήμερα ως ενήλικας. Η σχετική πιθανότητα στην ΕΕ είναι ακόμη μεγαλύτερη (2,8).
Τι θα μπορούσε να γίνει ώστε να αναστραφεί αυτή η κατάσταση;
Η μελέτη καταλήγει σε κάποιες προτάσεις πολιτικής που η εφαρμογή τους θα μπορούσε να βελτιώσει την υφιστάμενη κατάσταση και αυτές είναι:
Γενναίος αναπροσανατολισμός της οικονομικής πολιτικής με στόχο την αύξηση της παραγωγικότητας και τη δημιουργία βιώσιμων θέσεων εργασίας με καλύτερες αμοιβές.
Αναβάθμιση της στάθμης των δεξιοτήτων των εργαζομένων με βελτίωση της ποιότητας όλων των βαθμίδων εκπαίδευσης από την προσχολική αγωγή μέχρι τη διά βίου μάθηση και εξασφάλιση ίσης πρόσβασης σε όλους.
Συστηματικότερη στήριξη του εισοδήματος των φτωχών και των ανέργων μέσα από:
• επέκταση των επιδομάτων ανεργίας ώστε να καλύπτουν περισσότερους ανέργους
• βελτίωση του σχεδιασμού του ενιαίου επιδόματος στήριξης τέκνων
• θεσμοθέτηση επιδόματος ενοικίου
• καλύτερη εφαρμογή του κοινωνικού εισοδήματος αλληλεγγύης
Ανάπτυξη των κοινωνικών υπηρεσιών με:
• γεύματα στα σχολεία για όλους τους μαθητές δημοτικού
• επέκταση της παιδικής φροντίδας σε όλες τις οικογένειες με παιδιά ηλικίας 2-5 ετών.
• αποκατάσταση του προγράμματος “Βοήθεια στο Σπίτι” για την εξυπηρέτηση των ηλικιωμένων
• αποσύνδεση της περίθαλψης από την ασφάλιση