Γιατρειά χειρότερη από την αρρώστια
Η αρρώστια: σε περιβάλλον άφθονου και φτηνού χρήματος το δημόσιο και οι ιδιώτες δανείστηκαν ανεξέλεγκτα. Το σύμπτωμα που πρόδωσε την αρρώστια ήταν η αδυναμία εξυπηρέτησης των δανείων. Μέχρι εκείνη την στιγμή οι τράπεζες και δημόσιο φέρθηκαν με τον ίδιο τρόπο: δεν εκτίμησαν κανένα ρίσκο, απλά θεώρησαν πως το πάρτι με ξένα λεφτά μπορούσε να συνεχιστεί απ’ άπειρον. Πρόθυμος συνένοχος άπασα η ελληνική κοινωνία. Με τσαμπουκά και ημιμάθεια έζησε τον μήνα που τρέφει τους έντεκα. Μόνο που ξέχασε πως ο μήνας τελειώνει σε 30 ημέρες.
Του Αντώνη Κεφαλά
Η πρώτη γιατρειά: σε περιβάλλον γενικευμένης κρίσης η Ε.Ε. αντιμετώπισε πρωτόγνωρο πρόβλημα. Πολλοί αρθρογράφοι του «Οικονομικού Ταχυδρόμου» είχαμε προειδοποιήσει ήδη από το 2002 πως χωρίς το όπλο της υποτίμησης η διαχείριση διπλής (στην ουσία άρρηκτα συνδεδεμένης) κρίσης στα δημοσιονομικά και στο ισοζύγιο πληρωμών θα ήταν δυσχερής και επώδυνη. Αυτό και συνέβη.
Η Ευρώπη δεν μπορούσε και ζήτησε την βοήθεια του ΔΝΤ, αλλά ούτε το Ταμείο είχε παρόμοια εμπειρία. Το αποτέλεσμα ήταν ότι όλοι μάθανε «στου κασίδι το κεφάλι». Κάτι για λάθος πολλαπλασιαστές, κάτι για έλλειψη γνώσης όσον αφορά τις πολιτικές στρεβλώσεις, κάτι λάθος προτεραιότητες και το αποτέλεσμα ήταν η απώλεια του 25% του εισοδήματος μας μέσα σε λιγότερο από 4 χρόνια.
Η ευθύνη: μας κολακεύει να αποδίδουμε ευθύνες σε άλλους, εμάς τον εξυπνότερο λαό στον κόσμο. Αλλά, πως και τα ίδια προγράμματα, με τα ίδια λάθη της Ε.Ε. και του ΔΝΤ απέδωσαν στην Κύπρο, στην Ισπανία, στην Πορτογαλία, στην Ιρλανδία; Όποιες και να ήταν οι διαφορές στην μορφή και δομή της κρίσης, η απόκλιση αυτή – σε σύγκριση με τόσες άλλες χώρες και για τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα—δεν δικαιολογείται.
Η απάντηση βέβαια είναι απλή: για πολλούς λόγους (που ξεφεύγουν από τον διαθέσιμο για το άρθρο αυτό χώρο) οι αντιστάσεις στον εκσυγχρονισμό είναι ισχυρές, ακαταπόνητες και άκρως αποτελεσματικές. Τι καλύτερο παράδειγμα από την μετεξέλιξη της ριζοσπαστικής αριστεράς σε συστημικό κόμμα και μάλιστα μέσα στο ελάχιστο χρονικό διάστημα μερικών μηνών;
Η έξοδος από τα μνημόνια: τα μνημόνια ήταν μία προσπάθεια να επιβληθεί στην χώρα μία γιατρειά – καθώς η χώρα σχέδιο δικό της δεν είχε. Δυστυχώς, ακριβώς επειδή υποεκτιμήθηκε η ισχύς της αντίστασης, αντί η χώρα να σχεδιάσει δικό της πρόγραμμα αντιμετώπισης της δημοσιονομικής και της εξωτερικής κρίσης, έκανε πρόγραμμα την αντίσταση στα μνημόνια.
Από το 2010 μέχρι το 2018 δεν έχουμε ποτέ υποβάλλει δική μας πρόταση –τουλάχιστον μία που να εξυπηρετεί τον στόχο της σταθεροποίησης.
Όλες οι κυβερνήσεις κατέφυγαν σε στείρες αντιρρήσεις, καθυστερήσεις, υπεκφυγές, ψέματα, διαστρεβλώσεις στοιχείων. Αυτή ήταν η δική μας «θετική» συνεισφορά στην αντιμετώπιση της κρίσης.
Έτσι, σήμερα, πανηγυρίζουμε την έξοδο από τα μνημόνια όχι διότι έχουμε κάποιο δικό μας σχέδιο που μπορούμε τώρα να το εφαρμόσουμε (λες και οι δανειστές μας είχαν ποτέ αρνηθεί αυτήν την επιλογή) αλλά, πολύ απλά, διότι…δεν έχουμε μνημόνια!
Η νέα γιατρειά: πρόκειται για γιατρειά που είναι χειρότερη από την αρχική αρρώστια. Με αυτά που σκέπτεται και προωθεί ο ΣΥΡΙΖΑ θα καταλήξουμε σε χειρότερη μοίρα απ’ ότι το 2010. Για να κατανοήσουμε το μέγεθος του προβλήματος πρέπει πρώτα να δούμε τα στηρίγματα του. Συγκεκριμένα:
• Πρώτος στόχος είναι η διατήρηση της εξουσίας. Ως παράπλευρος στόχος επιδιώκεται η πιθανή απώλειά της να είναι τέτοιας μορφής που να του επιτρέπει να συνεχίσει να παίζει πρωταρχικό ρόλο στην πολιτική ζωή και να επιστρέψει γρήγορα στις καρέκλες της—κατά την γνωστή και πάντα επίκαιρη θεωρία περί δεξιάς παρένθεσης.
Η υιοθέτηση της απλής αναλογικής δεν αντικατοπτρίζει τις δήθεν δημοκρατικές αρχές του ΣΥΡΙΖΑ αλλά την επιθυμία να υπάρχει πολιτική αστάθεια. Διότι μόνο μέσα σε ατμόσφαιρα πολιτικής αναστάτωσης και πολιτικών αδιεξόδων μπορούν να ανθίσουν αυτά τα συγκεκριμένα «Συριζέικα» λουλούδια.
• Δεύτερος στόχος για το κόμμα και την κυβέρνηση, είναι η έξοδος από τα μνημόνια να συνεπάγεται την δυνατότητα ανατροπής πολλών απ’ αυτά που επέβαλαν οι δανειστές μας. Κι’ αυτό ακριβώς επιχειρεί σήμερα, με την κατάθεση σχεδίου προϋπολογισμού και χωρίς τις περικοπές των συντάξεων αλλά και με τα αντίμετρα. Το αυτό για τις κινήσεις με αναφορά στις συλλογικές συμβάσεις, την επεκτασιμότητα των κλαδικών, τον κατώτατο μισθό, την προσπάθεια εθνικοποίησης του «Ερρίκος Ντυνάν» κοκ.
• Τρίτος στόχος είναι η συνέχιση της πολιτικής της υπερφορολόγησης – διότι αυτό απαιτεί η ιδεολογία του. Στην ουσία ο ΣΥΡΙΖΑ δεν είχε και δεν έχει καμία απολύτως αντίρρηση στα πρωτογενή πλεονάσματα του 3,5% του ΑΕΠ. Η υπερφορολόγηση είναι στο αίμα του. Θέλει τα πλεονάσματα, και ακόμη περισσότερο τα υπερπλεονάσματα, διότι αυτό
(α) του επιτρέπει να επιβάλλει την ιδεολογικά επιθυμητή αναδιανομή του εισοδήματος, και,
(β) του προσφέρει την δυνατότητα να ικανοποιεί με τα αντίμετρα, τα ειδικά επιδόματα, τις στοχευμένες επιδοτήσεις και τους εξειδικευμένους διορισμούς, ικανοποιώντας συγκεκριμένες κοινωνικές ομάδες που είτε ήδη ανήκουν στην εκλογική του πελατεία, είτε επιδιώκει να τις προσεταιριστεί. Η ανάπτυξη που αποδίδει πλούτο στον ιδιωτικό τομέα είναι ανάθεμα για τον ΣΥΡΙΖΑ.
• Αυτό το «πρόγραμμα» εδράζεται στον δήθεν δημοσιονομικό χώρο και στην ύπαρξη του μαξιλαριού ασφαλείας των (ας το δεχτούμε αλλά δεν είναι ακριβώς έτσι) περίπου 20 δις. ευρώ. Δύο παρατηρήσεις: δημοσιονομικός χώρος, όπως τον εννοεί η κυβέρνηση δεν υπάρχει.
Αυτά που χρωστά το κράτος, σε τρέχουσες υποχρεώσεις (π.χ. ληξιπρόθεσμες οφειλές προς τον ιδιωτικό τομέα) συν υποχρεώσεις που έχουν αναληφθεί αλλά για τις οποίες δεν υπάρχουν τα χρήματα να πληρωθούν (unfunded liabilities) υπερβαίνουν κατά πολύ τα ποσά που χαρακτηρίζει ως διαθέσιμα. Στην ουσία υπάρχουν «κρυφά» ελλείμματα που με τεχνικούς (κι ας υπάρχει η Eurostat) και δικονομικούς τρόπους κρύβονται.
Η δεύτερη παρατήρηση αφορά τις αντιδράσεις των αγορών. Καταρχάς ας σταματήσουμε να μιλάμε για «εισαγόμενη αναταραχή»: επειδή έχει πρόβλημα η Ιταλία υποφέρουμε κι εμείς. Αλλά, στην σημερινή εξαιρετικά ατελή και εξαιρετικά αναποτελεσματική Ευρωπαϊκή Ένωση οι αναταραχές θα είναι ο κανόνας. Και, η Ελλάδα, ως ο πλέον αδύναμος κρίκος πάντα θα υποφέρει.
Δεύτερον, η κυβέρνηση δεν καταλαβαίνει, ή μάλλον αδιαφορεί, για το βέβαιο γεγονός πως την πρώτη φορά που θα χρησιμοποιήσει το μαξιλάρι ασφαλείας οι αγορές θα το θεωρήσουν ως επιβεβαίωση της ελληνικής αδυναμίας και τα spreads θα αυξηθούν – κάνοντας πλέον την πρόσβαση μας στις αγορές θεωρητική και ανέφικτη.
Σε σύντομο χρονικό διάστημα η χώρα θα ξαναβρεθεί στο 2010. Δεν θα μπορεί να δανειστεί.
Το μαξιλάρι θα αφανίζεται μέρα με τη μέρα. Αν ο ΣΥΡΙΖΑ είναι στην εξουσία όταν το μαξιλάρι θα είναι σε γοργή πτωτική τάση, τότε η έξοδος από το ευρώ θα είναι μία λύση –γιατί μπορούμε να πούμε με απόλυτη σιγουριά πως, τούτη τη φορά, οι εταίροι μας δεν θα μας σώσουν –πολύ περισσότερο δεν θα θέλουν να σώσουν τον ανακόλουθο και αναξιόπιστο ΣΥΡΙΖΑ του Αλέξη Τσίπρα.
Αν είναι η Νέα Δημοκρατία τα πάντα θα εξαρτηθούν από τα βήματα που ίσως έχει προλάβει να πάρει πριν την εξάντληση του μαξιλαριού.
Το συμπέρασμα είναι ένα: με τον ΣΥΡΙΖΑ και τη γιατρειά του οδηγούμαστε σε νέες περιπέτειες με ανυπολόγιστες εθνικές συνέπειες. Με τη Νέα Δημοκρατία οι συνθήκες που θα κληρονομήσει της προσφέρουν μία διέξοδο και μόνο: να σταματήσει να συμπεριφέρεται ως ελληνικό, συστημικό κόμμα της μεταοπίτευσης.
Τι σημαίνει αυτό; Με όποιο βραχυχρόνιο πολιτικό κόστος να υπερκεράσει τις πάγιες και γνωστές αντιδράσεις στον εκσυγχρονισμό της χώρας. Αυτό, βέβαια, προϋποθέτει πως θα έχει πρώτα μεταρρυθμίσει τον εαυτό της.
‘Όλα τα υπόλοιπα, συζητήσεις, ανακοινώσεις, δημοσκοπήσεις, συγκρούσεις, αντιδράσεις τύπου Πολλάκη, τσιτάτα από τον Καρανίκα, υπονόμευση των θεσμών από τον Καμμένο, καλές προθέσεις από το (περίπου ανύπαρκτο) πολιτικό κέντρο και ευνοϊκές δημοσκοπήσεις από την Ν.Δ. είναι απλά φληναφήματα.