Έμμεσο «κούρεμα» στα στεγαστικά δάνεια ετοιμάζουν οι τράπεζες

Πάγωμα τμήματος στεγαστικού δανείου και χρέωσή του με αρνητικό επιτόκιο euribor, σχεδιάζουν οι τράπεζες προκειμένου να αυξήσουν τις ανακτήσεις από «κόκκινα» στεγαστικά δάνεια.

Με τη νέα αυτή δυνατότητα, θα επέλθει έμμεση διαγραφή οφειλών, αφού για πρώτη φορά η χαμηλότερη δόση για τον δανειολήπτη θα μειώνει το κεφάλαιο του δανείου και όχι τους τόκους όπως συνέβαινε μέχρι σήμερα.

Ο σχεδιασμός της νέας αυτής εναλλακτικής για τις ρυθμίσεις στεγαστικών δανείων είναι αποτέλεσμα της αδυναμίας εφαρμογής του μέτρου των διαγραφών για τη μείωση των “κόκκινων” στεγαστικών δανείων.

Συγκεκριμένα, οι τράπεζες δεν μπορούν να προχωρήσουν σε διαγραφές στεγαστικών οφειλών λόγω του ότι το ποσοστό κάλυψης των στεγαστικών δανείων κινείται, όπως αναφέρει το capital.gr, στα επίπεδα μόλις του 30% – 35%.

Πρόκειται για επίπεδα πολύ χαμηλά ώστε να επιτρέπουν διαγραφές οφειλών δεδομένου ότι τα “κουρέματα” χτυπάνε τα ίδια κεφάλαια των τραπεζών, ειδικά αν αυτές δεν έχουν λάβει αρκετές προβλέψεις.

Παράλληλα, στην Ελλάδα δεν μπορεί να εφαρμοστεί το ιρλανδικό μοντέλο χειρισμού των “κόκκινων” στεγαστικών δανείων, δηλαδή “κούρεμα” του δανείου ώστε αυτό να προσαρμόζεται στην τρέχουσα εμπορική αξία του ακινήτου.

Στην Ιρλανδία η ανάλογη πρακτική εφαρμόστηκε διότι το θέμα των “κόκκινων” δανείων είχε τη ρίζα του στη “φούσκα” του real estate development.

Τα παραπάνω, στρέφουν υποχρεωτικά τις τράπεζες σε διεύρυνση της γκάμας των προϊόντων τους με στόχο την αύξηση των ανακτήσεων οφειλών από μη εξυπηρετούμενα στεγαστικά δάνεια.

Στο πλαίσιο αυτό και με το σκεπτικό να επαναφέρουν στη ζωή όσο το δυνατόν περισσότερα μη εξυπηρετούμενα δάνεια, οι τράπεζες θα εφαρμόσουν πλήρως εξατομικευμένες λύσεις ρυθμίσεων που θα προσαρμόζονται στη δόση που μπορεί να πληρώνει μηνιαίως ο κάθε πελάτης.

Προχωρώντας ένα βήμα παραπέρα και προκειμένου να διασφαλίσουν ότι τα ρυθμισμένα δάνεια δεν θα ξαναγίνουν “κόκκινα”, οι νέες ρυθμίσεις θα στοχεύουν σε μείωση του κεφαλαίου.

Ειδικότερα, το νέο προϊόν που σχεδιάζεται θα λειτουργήσει ως εξής: Έστω ότι η μηνιαία δόση του πελάτη είναι 100 ευρώ, αλλά με τη μείωση των εισοδημάτων του αυτός μπορεί να πληρώνει 40 ευρώ.

Μέχρι σήμερα οι τράπεζες, για να μειώσουν τη μηνιαία δόση είτε επιμήκυναν τη διάρκεια του δανείου είτε μείωναν το επιτόκιο.

Πλέον, το αρχικό σκεπτικό τους θα είναι πώς θα προκύψει η δόση των 40 ευρώ μηνιαίως και όχι απλά η μείωση της μηνιαίας δόσης.

Για να το πετύχουν αυτό, οι τράπεζες θα βλέπουν σε τι κεφάλαιο αντιστοιχεί η δόση των 40 ευρώ και αυτό το τμήμα του δανείου θα καλείται να εξυπηρετεί ο πελάτης με το ίδιο επιτόκιο.

Το υπόλοιπο τμήμα του δανείου θα “παρκάρεται” με επιτόκιο ίσο με το κόστος χρήματος, δηλαδή πρακτικά με μηδενικό επιτόκιο, αφού το επιτόκιο euribor είναι αρνητικό – 0,30%.

Ως αποτέλεσμα, ο δανειολήπτης θα έχει όφελος σε πραγματική μείωση του κεφαλαίου του δανείου του και όχι σε μείωση των τόκων όπως ίσχυε μέχρι σήμερα.

Οι τράπεζες θα επαναξιολογούν το δάνειο μετά από 3 χρόνια. Το διάστημα αυτό συμπίπτει ουσιαστικά με το διάστημα που χρειάζεται ένα μη εξυπηρετούμενο άνοιγμα (NPE) για να γίνει εξυπηρετούμενο (το NPEγίνεται μετά από 1 χρόνο FPE, δηλαδή εξυπηρετούμενο αλλά σε καθεστώς παρακολούθησης, και μετά από 2 χρόνια PE, δηλαδή άνοιγμα που εξυπηρετείται χωρίς ούτε μία δόση να έχει καθυστέρηση άνω των 30 ημερών).

Η νέα ρύθμιση τύπου split balance που εξετάζουν οι τράπεζες θα έχει για το ίδιο χρηματοοικονομικό κόστος.

Ωστόσο, αυτό σταθμίζεται δευτερεύον σε σχέση με τα προσδοκώμενα μετά την τριετία οπότε και θα επαναξιολογείται η ρύθμιση του δανείου.

Τα προσδοκώμενα “αντισταθμιστικά οφέλη”βασίζονται στην εκτιμώμενη ανάκαμψη της Οικονομίας και είναι τα εξής: α) η βελτίωση της οικονομικής κατάστασης του δανειολήπτη μέσω της οποίας θα ενισχυθεί η δυνατότητα αποπληρωμής κεφαλαίου με καταβολή υψηλότερης μηνιαίας δόσης και κυρίως β) η αύξηση της αξίας του ακινήτου, η οποία θα βελτιώσει και τον λόγο δανείου/αξία.

Όπως εκτιμάται, το νέο προϊόν που σχεδιάζουν οι τράπεζες καλύπτει την πλειοψηφία των στεγαστικών δανείων (πρόκειται για δάνεια με μέσο υπόλοιπο περί τις 80.000 ευρώ), ενώ δεν μπορούν να επωφεληθούν από αυτό δάνεια που έχουν επιμηκυνθεί μέχρι το 75ο έτος του δανειολήπτη.