Η Τράπεζα της Ελλάδος δημοσιεύει σήμερα την πρώτη Έκθεση για τους Επιχειρησιακούς Στόχους Μη Εξυπηρετούμενων Ανοιγμάτων, σκοπός της οποίας είναι να παρέχει μια συνολική εικόνα για την εξέλιξη των επιχειρησιακών στόχων και επιλεγμένων δεικτών απόδοσης, που έχουν τεθεί από τις ελληνικές τράπεζες.
H έκθεση δείχνει το μέγεθος της… ζημιάς που έχει επέλθει στα 8 αυτά χρόνια της κρίσης για τις τράπεζες, την οικονομία και βεβαίως τους δανειολήπτες.
Με το ξεκίνημα της κρίσης, το 2008, τα μη εξυπηρετούμενα ανοίγματα ήταν μόλις 14,5 δισ. ευρώ ή 5,5% του συνόλου για να φτάσουν τον Ιούνιο του 2016 στα 108,4 δισ. ευρώ ή το 45,1% των συνολικών ανοιγμάτων.
Προβλέπεται μείωση κατά 40,2 δισ. ευρώ, ή κατά 38% στα μη εξυπηρετούμενα ανοίγματα των τραπεζών ως το τέλος του 2019 με βάση τους επιχειρησιακούς στόχους που υπέβαλαν οι εγχώριες τράπεζες (συστημικές και μη) στην Τράπεζα της Ελλάδος και τον Ενιαίο Εποπτικό Μηχανισμό (SSM).
Το αρχικό υπόλοιπο των ΜΕΑ (Ιούνιος 2016) για το σύνολο των ελληνικών εμπορικών και συνεταιριστικών τραπεζών αγγίζει τα €106,9 δις (σημειώνεται ότι στα αναφερόμενα ανοίγματα δεν περιλαμβάνονται εκτός ισολογισμού στοιχεία ύψους €1,5 δις περίπου). Οι τράπεζες έθεσαν ως στόχο τη μείωση του υπολοίπου των ΜΕΑ κατά 38% για την περίοδο Ιουνίου 2016 – Δεκεμβρίου 2019, διαμορφώνοντας το αναμενόμενο υπόλοιπο των ΜΕΑ στα €66,7 δις στο τέλος του 2019.
Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις των τραπεζών το μεγαλύτερο ποσοστό της μείωσης θα επιτευχθεί κατά τα δύο τελευταία έτη, το 2018 και το 2019. Η μείωση εκτιμάται ότι θα προέλθει κυρίως από τις επιτυχείς ρυθμίσεις δανείων (δηλαδή την αποκατάσταση της τακτικής εξυπηρέτησης δανείων που βρίσκονται επί του παρόντος σε καθυστέρηση), από διαγραφές δανείων, καθώς και, σε μικρότερο βαθμό, από ρευστοποιήσεις εξασφαλίσεων και μεταβιβάσεις δανείων. Αντίθετα, αρνητική συμβολή στην περαιτέρω μείωση των υπολοίπων MEA εκτιμάται ότι θα έχει η συσσώρευση νέων MEA, η οποία αναμένεται τουλάχιστον μέχρι το τέλος του 2017. Με βάση τα ανωτέρω, εκτιμάται ότι στο τέλος του 2019 ο δείκτης ΜΕΑ θα υποχωρήσει σε 34%.
Πιο συγκεκριμένα, περίπου το 29% του υπολοίπου των ΜΕΑ του Ιουνίου 2016 θα επανέλθει σε κατάσταση τακτικής εξυπηρέτησης, κυρίως μέσω επιτυχών ρυθμίσεων. Εντούτοις, η εν λόγω μείωση αντισταθμίζεται από τις συνεχείς ροές νέων μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων και ανοιγμάτων που αθετούν εκ νέου (συνολικά 28% του υπολοίπου των ΜΕΑ του Ιουνίου 2016). Επιπρόσθετα, οι εισπράξεις και οι ρευστοποιήσεις που σχετίζονται με ΜΕΑ θα συμβάλουν κατά 16% στη μείωση του υπολοίπου των ΜΕΑ, ενώ οι μεταβιβάσεις ΜΕΑ και οι διαγραφές κατά 7% και 14% αντίστοιχα, διαμορφώνοντας τη συνολική μείωση του υπολοίπου ΜΕΑ κατά 38% για την περίοδο Ιουνίου 2016 – Δεκεμβρίου 2019. Αναλυτικά οι παράγοντες μείωσης του υπολοίπου των ΜΕΑ απεικονίζονται παρακάτω:
Κατά την ίδια περίοδο, τα δάνεια σε καθυστέρηση άνω των 90 ημερών (ΜΕΔ) αναμένεται να μειωθούν κατά 49%, από €78,3 δις τον Ιούνιο του 2016 σε €40,2 δις το 2019. Ο σχετικός δείκτης ΜΕΔ αναμένεται να μειωθεί από 37% σε 20% για την ίδια χρονική περίοδο.
Επιπλέον των στόχων που αφορούν στο ύψος των ΜΕΑ και ΜΕΔ, έχουν τεθεί και στόχοι μέσω των οποίων παρακολουθείται η απόδοση των τραπεζών κατά τη διαχείριση των ανοιγμάτων αυτών. Συγκεκριμένα:
Ο Στόχος 3 (Ανάκτηση σε μετρητά μη εξυπηρετούμενων δανείων προς το μέσο υπόλοιπο των μη εξυπηρετούμενων δανείων) αποβλέπει στην παρακολούθηση των εισπράξεων τόσο από αποπληρωμές όσο και από ρευστοποιήσεις και μεταβιβάσεις δανείων. Η στοχοθεσία των τραπεζών επικεντρώνεται στην ετήσια αύξηση των εισπράξεων κυρίως λόγω των συνεχώς αυξανόμενων ταμειακών εισροών από ρευστοποιήσεις εξασφαλίσεων.
Συνολικά οι τράπεζες έχουν επιτύχει τους στόχους που είχαν θέσει για την 30.09.2016, καθώς η απόκλιση από το στόχο των ΜΕΑ είναι πολύ μικρή και μάλιστα θετική, διαμορφώνοντας τα ΜΕΑ σε €106,0 δις, μειωμένα κατά 1% επιπλέον σε σχέση με το ποσό – στόχο των €106,9 δις. Ο δείκτης ΜΕΑ (αποκλειστικά για εντός ισολογισμού στοιχεία) διαμορφώνεται σε 51% την 30.09.2016, επιτυγχάνοντας ακριβώς το στόχο που είχε τεθεί για την ίδια περίοδο.
Τα ΜΕΔ κατέληξαν στα €79,3 δις, αυξημένα κατά 1,5% σε σχέση με το ποσό – στόχο των €78,1 δις. Αντίστοιχα, ο δείκτης ΜΕΔ (αποκλειστικά για εντός ισολογισμού στοιχεία) παρέμεινε σταθερός στο 38% την 30.09.2016, υπολειπόμενος κατά 1% από το στόχο του 37% που είχε τεθεί ως στόχος για την ίδια περίοδο.
Τα ΜΕΔ περιλαμβάνουν δάνεια με καθυστέρηση άνω των 90 ημερών.
Οπως αναφέρει η ΤτΕ, η διαχείριση των Μη Εξυπηρετούμενων Ανοιγμάτων αποτελεί σήμερα τη σημαντικότερη πρόκληση για το ελληνικό τραπεζικό σύστημα. Η αποτελεσματική αντιμετώπιση του προβλήματος είναι υψίστης σημασίας, καθώς, πέρα από τη βελτίωση της οικονομικής ευρωστίας των τραπεζών, θα επιτρέψει την απελευθέρωση κεφαλαίων προς χρηματοδότηση άλλων, πιο παραγωγικών, κλάδων της οικονομίας και θα συμβάλλει στην αύξηση της παραγωγικότητας και της ανάπτυξης.
Στο πλαίσιο αυτό, μία από τις βασικές πρωτοβουλίες σε θέματα πολιτικής είναι η υποχρέωση των τραπεζών να θέσουν επιχειρησιακούς στόχους για τη διαχείριση των Μη Εξυπηρετούμενων Ανοιγμάτων τους. Η Τράπεζα της Ελλάδος, σε στενή συνεργασία με τον Ενιαίο Εποπτικό Μηχανισμό (Single Supervisory Mechanism – SSM) της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, έθεσε μια σειρά από επιχειρησιακούς στόχους αποτελεσμάτων και δράσεων για τα Μη Εξυπηρετούμενα Ανοίγματα, οι οποίοι συνοδεύονται από βασικούς δείκτες απόδοσης.
Παράλληλα, το πλαίσιο εποπτικής πληροφόρησης αναβαθμίστηκε με την πρόσφατη Πράξη Εκτελεστικής Επιτροπής της Τράπεζας της Ελλάδος (ΠΕΕ 102/30.08.2016), ώστε να επιτρέψει στις εποπτικές αρχές να αποκτήσουν σε τριμηνιαία βάση αναλυτική εικόνα ως προς την ποιότητα του χαρτοφυλακίου των τραπεζών, αλλά και μια απολογιστική εικόνα των επιχειρησιακών στόχων και των επιλεγμένων δεικτών απόδοσης.
Η Τράπεζα της Ελλάδος θα δημοσιεύει, σε τριμηνιαία βάση, σχετική έκθεση για την εξέλιξη των επιχειρησιακών στόχων και των επιλεγμένων δεικτών απόδοσης του ελληνικού τραπεζικού συστήματος, συγκριτικά με τους στόχους που έχουν ήδη τεθεί από τις τράπεζες.
Η πρώτη έκθεση, που δημοσιεύεται σήμερα, αναφέρεται σε στοιχεία Σεπτεμβρίου 2016.